Λαϊκό παραμύθι και ψυχολογία

klasiko paramythi

Η «Κοκκινοσκουφίτσα» είναι ένα παραμύθι το οποίο υπάρχει σε πολλές παραλλαγές και συγκαταλέγεται μεταξύ των λαϊκών παραμυθιών που δημοσίευσε στο τέλος του 17ου αιώνα, μάλλον το 1697, ο γάλλος συγγραφέας Σαρλ Περό, με τον τίτλο «Ιστορίες της μαμάς μου της χήνας» (παρουσιάζοντας ως συγγραφέα τον δεκάχρονο γιο του). Ωστόσο, διαδόθηκε παγκοσμίως χάρη στην πιο δημοφιλή παραλλαγή που κατέγραψαν οι αδελφοί Γκριμ, περισσότερα από εκατό χρόνια αργότερα, στις αρχές του 19ου αιώνα, το 1812, στη Γερμανία. Η «Κοκκινοσκουφίτσα» του Περό τελειώνει με τον λύκο νικητή, παραβιάζοντας ένα από τα χαρακτηριστικά του λαϊκού παραμυθιού: να κυριαρχεί στο τέλος το καλό. Δίνει, ωστόσο, έτσι στον συγγραφέα την ευκαιρία, σε ένα σύντομο ποίημα με το οποίο ολοκληρώνει όλες τις ιστορίες του, να παρουσιάσει το ηθικό του δίδαγμα: τα καλά κορίτσια δεν πιάνουν την κουβέντα με αγνώστους· αν το κάνουν, μπορεί να τιμωρηθούν (να τα φάει ο κακός λύκος).
Ωστόσο, όπως σημειώνει ο διακεκριμένος ψυχαναλυτής Μπρούνο Μπέτελχαϊμ, η αξία του παραμυθιού καταστρέφεται όταν επεξηγείται διδακτικά, όταν δηλαδή εκπίπτει σε ηθικοπλαστική ιστορία. Το παραμύθι αποκτά την πλήρη σημασία του μόνο όταν το παιδί (και ο ενήλικος) ανακαλύπτει διαισθητικά τα κρυμμένα νοήματά του, όταν δηλαδή ο εκάστοτε ακροατής (ή αναγνώστης) του το αναδημιουργεί ανάλογα με τις δικές του ανάγκες.
Εκτός από την ερμηνεία εκείνη, σύμφωνα με την οποία η «Κοκκινοσκουφίτσα» μιλά για τις οιδιπόδειες συγκρούσεις μιας έφηβης, από τις οποίες εν τέλει σώζεται και καταφέρνει έπειτα να ωριμάσει, κατά τους μελετητές του παραμυθιού μεταφέρεται επίσης το μήνυμα ότι η εμπιστοσύνη στις καλές προθέσεις των πάντων βλάπτει. Και επίσης ο «κακός λύκος» έχει τη δυνατότητα να μας κάνει κακό μόνον εφόσον του επιτρέπουμε εμείς να μας εξουσιάζει επειδή, για κάποιον λόγο, μας ελκύει. Η αφέλεια είναι γοητευτική – αλλά είναι επικίνδυνο να παραμένει κανείς αφελής για όλη του τη ζωή.
Στην παραλλαγή του παραμυθιού, όπως την καταθέτει ο Περό, δίνεται έμφαση στη σεξουαλική αποπλάνηση (ο λύκος ζητεί από το κορίτσι να γδυθεί και να ξαπλώσει πλάι του, και το παραμύθι τελειώνει με εκείνον να την καταβροχθίζει). Στην ιστορία των αδελφών Γκριμ, ακόμη κι αν δεχτούμε ότι υπάρχουν παρόμοιοι υπαινιγμοί, σε καμιά περίπτωση πάντως δεν γίνονται συνειδητοί. Το κυρίαρχο νόημα του παραμυθιού είναι ότι το παιδί έρχεται αντιμέτωπο με την κακία (που είναι ο λύκος) όταν δεν υπακούει τις γονικές συμβουλές («και μη χασομεράς στον δρόμο» συμβουλεύει η μαμά την Κοκκινοσκουφίτσα). Οπως συνοψίζει ο Μπέτελχαϊμ, «η Κοκκινοσκουφίτσα έχασε την παιδική της αθωότητα, συνάντησε τους κινδύνους που βρίσκονται μέσα της και στον κόσμο και την αντάλλαξε με τη σοφία που μπορούν να κατέχουν μονάχα όσοι «γεννήθηκαν δύο φορές»: εκείνοι που όχι μόνο υπερνίκησαν μια υπαρξιακή κρίση, αλλά και συνειδητοποίησαν ότι η ίδια τους η φύση τούς έσπρωξε σε αυτήν. Η παιδική αθωότητα της Κοκκινοσκουφίτσας πεθαίνει καθώς αποκαλύπτεται ο λύκος ως αυτό που είναι και την καταπίνει. Οταν βγαίνει από την κοιλιά του λύκου, ξαναγεννιέται συνειδητοποιημένη πια».

Αρκετά συχνά οι ήρωες των παραμυθιών πέφτουν σε βαθύ ύπνο ή ξαναγεννιούνται, όπως και η Χιονάτη, π.χ. Κάθε αφύπνιση ή αναγέννηση οδηγεί σε ένα υψηλότερο στάδιο ωριμότητας. Με τον τρόπο αυτόν, τα λαϊκά παραμύθια κεντρίζουν αριστοτεχνικά την επιθυμία για την αναζήτηση υψηλού νοήματος στη ζωή. Η Χιονάτη, σαν ένα παραμύθι για την πορεία προς την ενηλικίωση, μάλλον μιλά για την εκδίωξη από τον παράδεισο της νηπιακής ηλικίας, εκεί όπου τα πάντα εκπληρώνονταν χωρίς προσπάθεια εκ μέρους μας. Μετά την έκπτωσή μας από την ηλικία αυτή ακολουθούν αναπόφευκτα για όλους οι, λιγότερο ή περισσότερο οδυνηρές, εμπειρίες που μας οδηγούν στην ωριμότητα. Ωστόσο, το τέλος της Χιονάτης συνωμοτικά ψιθυρίζει στο παιδί να μην ανεξαρτητοποιηθεί από τους μεγάλους, καθώς ύστερα από τις ενδεχομένως σκληρές δοκιμασίες της μεταβατικής περιόδου από την παιδικότητα προς τον ενήλικο βίο (που ενδέχεται να είναι πολύ σκληρές) θα κατακτήσει πλούσιες εμπειρίες και την ευτυχία. Αντιθέτως, οι νάνοι, καθηλωμένοι στη συνθήκη του αιώνιου παιδιού, δεν θα γευτούν ποτέ τη χαρά του έρωτα και του γάμου.
Σύμφωνα με αυτόν τον ψυχαναλυτικό τρόπο ερμηνείας, τα παραμύθια δείχνουν ότι όποιος παλέψει τις συχνά άδικες δυσκολίες στη ζωή, θα αναδειχτεί σε κάθε περίπτωση νικητής, καθώς, σύμφωνα με τον Φρόιντ, η ύπαρξή μας αποκτά νόημα μονάχα όταν παλεύουμε ενάντια σε δυνάμεις που φαντάζουν συντριπτικά υπέρτερές μας.
Και για να επικαλεστούμε άλλη μία φορά τον Μπρούνο Μπέτελχαϊμ, το βιβλίο του οποίου «Η γοητεία των παραμυθιών» στάθηκε αρωγός μας σε αυτό το κείμενο, «σήμερα, όπως και στο παρελθόν, το πιο σημαντικό και δυσκολότερο καθήκον στην ανατροφή ενός παιδιού είναι να το βοηθήσουμε να βρει νόημα στη ζωή». Και από αυτή την άποψη, συνεχίζει ο ίδιος,«κανένα είδος «παιδικής λογοτεχνίας» – με σπάνιες εξαιρέσεις – δεν μπορεί να ικανοποιήσει το παιδί, καθώς και τον ενήλικο, όσο τα λαϊκά παραμύθια».

Το παράδειγμα της Σταχτοπούτας
Η «Σταχτοπούτα», ένα άλλο λαϊκό παραμύθι από τη συλλογή των αδελφών Γκριμ, το οποίο επίσης περιλαμβανόταν στο βιβλίο του Σαρλ Περό και αποτελεί ίσως το πιο αγαπημένο παραμύθι διεθνώς, με μακρά ιστορία (για πρώτη φορά καταγράφηκε στην Κίνα τον 9ο αι. μ.Χ.), καθοδηγεί το παιδί να αντιληφθεί ότι ύστερα από τις απογοητεύσεις και τις ταλαιπωρίες μπορεί να ευτυχήσει υπερβαίνοντας και την αδελφική αντιζηλία και τους απορριπτικούς γονείς. Η Σταχτοπούτα καταφέρνει να το επιτύχει αυτό διότι αρχικά η σχέση με την καλή μητέρα της τής χάρισε την απαραίτητη ασφάλεια της αγάπης ώστε να έχει σταθερή προσωπικότητα. Έπειτα εξελίσσεται χάρη στον μόχθο που απαιτούν τα σκληρά της καθήκοντα, στις πρωτοβουλίες που παίρνει, αλλά και στο γεγονός ότι δεν κρύβεται πίσω από την πλαστή ταυτότητά της, αλλά επιθυμεί το βασιλόπουλο να την αποδεχθεί για αυτό που είναι: η Σταχτοπούτα. Με τον τρόπο αυτόν το παραμύθι παρουσιάζει τα βήματα ανάπτυξης της προσωπικότητας και λειτουργεί παραδειγματικά και για τους γονείς υποδεικνύοντάς τους ότι για να ανεξαρτητοποιηθεί το παιδί τους πρέπει να του επιτρέψουν να αντιμετωπίσει μόνο του τα προβλήματα, διαφορετικά δεν θα αυτονομηθούν ως υπάρξεις, όπως ακριβώς οι θετές αδελφές της Σταχτοπούτας μένουν κακέκτυπα της μητριάς τους.
πηγή: http://www.tovima.gr/culture/article/?aid=652634