Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης στο Δέον ή ού (απόσπασμα)

Απόσπασμα από το ΔΕΟΝ Ή ΟΥ «Εν Μέτραις». Ασημένιο Άγγιγμα.

Κεφάλαιο 13: «Η Θρυαλλίδα Άναψε» «Τοπσίν – Μέτρες»

Στο «Δέον ή ού» γίνεται εκτενής αναφορά για την απελευθέρωση και την παράδοση της Θεσσαλονίκης από τον Οθωμανό στρατιωτικό διοικητή, Ταχσίν Πασά, στον Έλληνα αρχιστράτηγο, διάδοχο Κωνσταντίνο, καθώς και τις τραγικές στιγμές που έζησε τόσο ο Χασάν Ταχσίν Πασάς στο διοικητήριο, όσο και για τις κρίσιμες στιγμές που πέρασαν οι Έλληνες αξιωματούχοι στη βίλα Μοδιάνο στη Γέφυρα (Τοπσίν).

Σας παραθέτω ένα απόσπασμα.

Ευθαλία Ασημακίδου

Πίνακας του Μεσαρέ με τη θριαμβευτική παρέλαση του ελληνικού στρατού στους δρόμους της Θεσσαλονίκης.

thriambeytiki parelasi tou ellinikou stratou

«…Ο φθινοπωρινός αέρας κατεβαίνει με δύναμη από τους γύρω λόφους. Αντί να τους γλυκαίνει αυτό το μικρό καλοκαιράκι, τους δείχνει πως ο χειμώνας συμπορεύεται αντάμα με τα μαύρα μαντάτα του πολέμου.

Οι αχτίδες της Ανατολής ξεθωριασμένες, πέφτουν πάνω στα ανθισμένα χρυσάνθεμα. Τα πηγαινοφέρνει ο αγέρας, όμως τα δυναμώνει ο παγερός καιρός.          Τα πυκνά φυλλώματα και τα λουλούδια από τα χειμωνιάτικα φυτεύματα, ανασαίνουν το οξυγόνο και θεριεύουν. Πλούσια η ανθοφορία από τα ασημόχρυσα και τα χρυσοχάλκινα λουλουδιασμένα χρυσάνθεμα.

Άσπρα, χρυσαφένια, κυπαρισσιά, πορφυρά, μπακιρένια φουντάκια ζωντανεύουν με την ομορφάδα τους, τους μπαχτσέδες. Σε πείσμα του επερχόμενου χειμώνα, αυτά αντιστέκονται και γεμίζουν τις αυλές, τα χαγιάτια, τις προσόψεις, τα σοκάκια και τα καλντερίμια. Κάτω στα χώματα, μέσα στους τενεκέδες, μέσα στα πιθάρια και ακόμη-ακόμη και σε κάποιες χαραμάδες και σχισμάδες, που αφήνουν οι πέτρες ανάμεσά τους.[…]

Περπάτησαν στους μαχαλάδες. Άδεια τα σοκάκια. Όλος ο κόσμος είχε συρρεύσει στη λειτουργία.

Στους μπαχτσέδες οι πορτοκαλιές, οι μηλιές, οι λεμονιές, οι νεραντζιές δένανε τον καρπό τους.

Οι άκρες από τα καλντερίμια ασβεστωμένες, καθαρές και λαμπογυαλισμένες. Το ίδιο και τα μαγαζιά, τα σχολεία, οι καφενέδες.

Φτάσανε στην εκκλησιά. Άναψαν τα αγιοκέρια τους.

Σιγανοψιθύρισαν με κατάνυξη «μεγάλη η Χάρη σου Αϊ-Δημήτρη μας» και προχώρησαν προς τα στασίδια.[…]

Μετά το πέρας της λειτουργίας τράβηξαν όλοι μαζί για το χάνι. Είχε αρχίσει να ρίχνει και ένα ελαφρύ χιονόνερο.

Ο Παναγής στο χαγιάτι, είχε ανάψει τη φουφού, και πύρωνε τα κάρβουνα. Η Μαρίκα χωμένη μέσα στο μαγέρικο καθάριζε και έπλενε τα ψάρια. Για σήμερα θα τρώγανε στο πανδοχείο[…]

«Τσιμπήστε έναν μεζέ, πασάδες μου! Τώρα που είναι ακόμα ζεστά!» τους προέτρεψε η Ευφροσύνη.

«Άφεριμ κουζούμ! Άφεριμ! Ο βασιλιάς των ψαρικών στις θάλασσες μας! Α, όλα κι όλα, δεν την αλλάζω αυτήν τη νοστιμάδα και τη μοσχοβολιά με κανένα άλλο!» δήλωσε ο ευχαριστημένος Ασημάκης από το μεζελίκι.

«Τι όλα κι όλα; Ξέχασες τον λυκουρίνο, μαθές» βρίσκει την ευκαιρία να τον πειράξει ο Νικολής.

«Σωστά, σωστά! Αμ, τα γεροντάματα δεν έρχονται από μόνα, ογλού μ’».

«Άιντε καλέ, εσύ παλικάρι είσαι ακόμα. Ταμάμ για παντρειά…»

Δεν ανταπάντησε στο πείραγμα ο Ασημάκης, έκανε πως δεν άκουσε. Και τι να πει άλλωστε; Την αλήθεια πώς να τη μολογήσει; Ψέματα δεν είχε όρεξη να ξεφουρνίζει.

Για την ώρα, καλύτερη η σιωπή γι’ αυτό το θέμα κι αλλάζοντας κουβέντα είπε:

«Άιντε, Νικολή ν’ ανοίξουμε και δοκιμάσουμε τα κρασιά μας».

Το πρώτο άνοιγμα γινόταν του Αϊ-Δημήτρη. Αγίνωτο ήταν ακόμη, το λέγανε τσιμπητό.[…]

Και αφού μοσχομύρισε ο τόπος, απόπιαν και απόφαγαν, χορτασμένοι και αποκαμωμένοι, τράβηξαν για τις κάμαρες του πανδοχείου. Εδώ θα ξεκουράζονταν και εδώ θα μένανε όλοι. Έτσι και αλλιώς, αυτό τον καιρό, το χάνι παρέμενε σχεδόν άδειο. Οι διαβατάρηδες περιόρισαν πολύ τις μετακινήσεις τους. Μόνο τις απαραίτητες.

Ο πόλεμος στη μητέρα Ελλάδα μαίνονταν. Η Τουρκία μάζευε αλλεπάλληλες ήττες, και όλοι φοβόταν το ξέσπασμα της οργής της, στους εδώ Ρωμιούς.

Τα στενά του Σαραντάπορου είναι πια σε ελληνικά χέρια. Τα Σέρβια, η Κοζάνη, τα Γρεβενά, η Κατερίνη, η Βέροια απελευθερώθηκαν. Λίγες μέρες πριν, οι Έλληνες με υποπλοίαρχο τον Βότση, βύθισαν στη Σαλονίκη το τούρκικο θωρηκτό «Φετχί-Μπουλέντ». Ακολούθησε η νίκη στα Γιαννιτσά.

Λυτρωτικοί πόθοι φουντώνουν στις καρδιές των Ρωμιών. Αλλά φουντώνουν και οι Νεότουρκοι και ξεσηκώνουν τους θερμοκέφαλους[…]

Μετά δυο μέρες, από τη γιορτή του Αϊ-Δημήτρη, κατά τις απογευματινές ώρες, νάσου ξεφυτρώνει μπροστά τους ο Σωτήριος. Μπαίνει μέσα λαχανιασμένος. Το μούτρο του ανεξιχνίαστο. Η θωριά του περίεργη.

«Περίεργο να ’ρχεται εδώ ο Σωτήριος, τέτοια ώρα!» αναρωτήθηκε ο Ασημάκης.

«Χος γκελντίν, μπέη! Τι χαμπέρια;» τον καλωσόρισε με μια φωνή η ομήγυρη και τέντωσε τα αυτιά της να ακούσει τα μαντάτα.

«Καρντάσια, σας φέρνω συνταρακτικά νέα. Δεν ξεύρω με ακρίβεια, πόσο αληθεύουν, όμως τα έμαθα από τους ξένους ανταποκριτές, και ήρθα να σας τα προφτάσω», είπε με μια ανάσα ο Σωτήριος και συνέχισε: «Λένε, πως έφτασε ένα χαμπέρι από έναν τηλεγραφητή, από τον Γιδά στη Αθήνα. Αναφέρει πως, ο Ταχσίν πασάς παρέδωσε τη Σαλονίκη στα στρατεύματα του Διάδοχου Κωνσταντίνου. Στην Ελλάαδαα την παρέδωσε καρντάσια, σας λέγωωω! Ξένοι ανταποκριτές τηλεγραφούν και λένε, πως στην Αθήνα και στη Σαλονίκη γίνεται χαμός. Κατά χιλιάδες οι πολίτες μαζώνονται και πανηγυρίζουν. Αμά, ο Βενιζέλος, λένε, πως δεν έχει ακόμη επίσημη ενημέρωση από τον Κωνσταντίνο. Βούιξε ο τόπος και επίσημη ενημέρωση, γιοκ!»

«Σωτήριε τι μας λέγεις; Ελευθερώθηκε η Σαλονίκη; Και δεν έχει ακόμη επίσημη ενημέρωση ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας και συνάμα Υπουργός Στρατιωτικών; Ο Βενιζέλος;»

«Ναι, σε λέγω! Οι ξένοι ανταποκριτές από τη Σαλονίκη, ενημερώνουν με τηλεγραφήματα τον ντουνιά. Από τις διασυνδέσεις που έχω, μαθαίνω τα χαμπέρια. Αλήθεια ή ψέματα δεν ξεύρω. Θα μάθουμε με ακρίβεια τις επόμενες μέρες…»

Υδατογραφία του Κενάν Μεσαρέ. Απεικονίζει την υπογραφή της παράδοσης της Θεσσαλονίκης στους Έλληνες. Ο Ταχσίν Πασάς υπογράφει το πρωτόκολλο της παράδοσης. Δεξιά οι Έλληνες αξιωματικοί Μεταξάς και Δούσμανης και αριστερά ο στρατηγός Chefic Πασάς με τον Γραμματέα Πολιτικών Υποθέσεων του βιλαετίου, Καραμπιμπέρη

Και, πραγματικά, τις μέρες που ακολουθούν μαθαίνουν τα χαμπέρια. Η παράδοση της πόλης, από τον Χασάν Ταχσίν πασά στα Ελληνικά στρατεύματα είναι γεγονός.

Στην κάμαρα του Ασημάκη έχει ανάψει η συζήτηση.

Ο Σωτήριος φανερά συγκινημένος αναλύει την κατάσταση, όπως την έχει πληροφορηθεί από τις εφημερίδες, καθώς επίσης και από τις διασυνδέσεις, τις οποίες διατηρεί με ξένους δημοσιογράφους: «Η σταθερή θέση και η βούληση του Βενιζέλου έκρινε την τύχη της Σαλονίκης. Τα πράγματα τρέχανε. Ο πόλεμος ήταν στο φόρτε του. Δε σήκωνε αστοχίες. Και αποδείχτηκε εντέλει πως τα κατάφερε εξαιρετικά, τόσο ως προς το να αντιληφθεί την κρισιμότητα των στιγμών, όσο και να δράσει με οξύνοια. Ήρθε βέβαια σε κόντρα με τον Κωνσταντίνο, αμά λίγο το κακό».

«Σωστά, σωστά» απαντούν οι υπόλοιποι και αμέσως παίρνει τον λόγο ο Χρήστου και συνεχίζει: «Θα σας αφηγηθώ καρντάσια, τι έγινε μετά το «Σας το απαγορεύω» του Βενιζέλου προς τον Διάδοχο. Όπως ακριβώς με τα ’πε ένας Βιεννέζος φίλος. Που λέτε, μετά το τηλεγράφημα, ο ελληνικός στρατός κάνει μεταβολή και παίρνει τον δρόμο για τη Σαλονίκη. Φτάνει λίγο έξω από την πόλη, στο χωριό Τοπσίν. Εκεί στρατοπεδεύει στο αρχοντικό του αγροκτήματος Μοδιάνο. Αυτό το αρχοντικό, με είπε πως είναι μια μεγάλη έπαυλη με πολλούς βοηθητικούς χώρους, με διάφορα κτίρια και υποστατικά. Εκεί, σ’ αυτό το αρχοντικό, παραμονή της γιορτής του Αϊ- Δημήτρη, πολιούχου της Σαλονίκης, μπαίνει το δραματικό ερώτημα. Το γιομάτο αγωνία: Οι Βούλγαροι ή Έλληνες θα καταλάβουν την πόλη;»

Μέχρι να απαντηθεί αυτό το ασφυκτικά πιεστικό ερώτημα, θλιβερά αργοκυλούν οι ώρες, τα λεπτά, ακόμα και τα δευτερόλεπτα. Κάθε χτύπος, μπορεί να φέρει τα πάνω κάτω. Κάθε χτύπος, μπορεί να έχει δυσάρεστες συνέπειες.

Οι Τούρκοι, στο Διοικητήριο της Σαλονίκης, συννεφιασμένοι, σκεπτικοί, συζητούν, μετρούν, ζυγιάζουν τις δυνάμεις τους. Μα δεν τις βρίσκουν αρκετές.

Το μούτρο του Οθωμανού διοικητή, Χασάν Ταχσίν πασά, γερνάει απότομα. Σκοτεινιάζει, σταφιδιάζει. Στραγγίζει από αίμα. Χλομιάζει. Γίνεται κατακίτρινος σαν φλουρί. Το ξόδιασμα της ψυχής τον αδειάζει. Τον εγκαταλείπουν οι δυνάμεις του. Θωρεί μια τον χάρτη, μια τα τελεσίγραφα, μια τα ρολόγια. Σημειώνει με τις πινέζες πάνω στον χάρτη τον τόπο που βρίσκονται οι Έλληνες, καθώς και τον τόπο που βρίσκονται οι Βούλγαροι. Μετράει τις αποστάσεις. Με δυσκολία στέκεται όρθιος. Ακουμπά τις παλάμες του στο τραπέζι και σωριάζεται στην καρέκλα. […]

Λιθογραφία από άγνωστο καλλιτέχνη με τη συνάντηση των ελληνικών και οθωμανικών στρατευμάτων στο Τοπσίν για την παράδοση της Θεσσαλονίκης στους Έλληνες.

Υδατογραφία του Κενάν Μεσαρέ: Αριστερά ο διάδοχος αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος και δεξιά ο Οθωμανός στρατιωτικός διοικητής Ταχσίν πασάς.
Διακρίνονται πίσω αριστερά του Κωνσταντίνου, ο γιος του πρίγκιπας Γεώργιος, και πίσω από τον Ταχσίν Πασά ο αντισυνταγματάρχης Βίκτωρ Δούσμανης.

1ος ΤΟΜΟΣ

Δημογέροντας, ο Α σ η μ ά κ η ς, σεβαστός και δακτυλοδεικτούμενος. Σκληρός μα και με ευαισθησίες που ήξερε να τις κρύβει καλά μέσα του, να τις οργανώνει βήμα στο βήμα και να π ε τ υ χ α ί ν ε ι σχεδόν πάντα αυτό που ήθελε, χωρίς τυμπανοκρουσίες και ανούσιες τοποθετήσεις! Αγωνιστής από τα γεννοφάσκια του, οξύνους και διορατικός. Άρχισε να ετοιμάζεται, είχε συνεδρίαση σήμερα, 8 Νοεμβρίου του 1893, ε ν  Μ έ τ ρ α ι ς  της Ανατολικής Θράκης.

Ο καλαμαράς συνέχιζε να γράφει τις αποφάσεις της συνεδρίασης μα ο νους του κόλλησε σε μια φράση και τίποτα δεν άκουσε παρακάτω.

«Δ έ ο ν  ή  ο ύ;  Δ έ ο ν  ή  ο ύ;  Δ έ ο ν  ή  ο ύ; …»

Ένα ερωτηματικό που κλωθογυρίζει σε ολάκερο το βιβλίο, ζητά απάντηση για την τυράννια του απαγορευμένου έρωτα, τα αλισβερίσια παντός είδους, τα θαμμένα μυστικά, τον κρυμμένο θησαυρό, την επιλογή των γραμμάτων ως μέσο ελευθερίας, σε ζοφερούς καιρούς που μυρίζουν μπαρούτι, με τη θρυαλλίδα του πολέμου ν’ ανάβει. Αγγίζονται, όμως, με πείσμα τα όνειρα, βρίσκοντας καταφύγια απαντοχής. Αλλά έρχονται καιροί φουρτουνιασμένοι, μαρτυρικοί, με φιρμάνια, με φαρμάκια. Αφανίζονται, εκδιώκονται, απελαύνονται, χωρίς έλεος, λαοί, αρχίζοντας από το ρωμαίικο της Βόρειας Θράκης, τους Αρμένιους, τους Πόντιους, τους Μικρασιάτες, τους Ανατολικοθρακιώτες. Χαρίζονται τα χώματα. Ξεριζώνονται, οι για αιώνες ριζωμένοι σε τούτα. Άνθρωποι πηγαίνουν κι έρχονται – με κριτήριο τη θρησκεία – χωρίς να ρωτηθούν.

Ανταλλαγή το είπανε.

2ος ΤΟΜΟΣ

«Κι έτσι καταντήσανε τους ανθρώπους να ‘ναι ίσοι κι όμοιοι με τις πραμάτειες. Άκου ανταλλαγή» μονολογεί αγαναχτισμένος ο Ασημάκης. Το αρχέγονο κύτταρο ουρλιάζει. Τριανταένα χρόνια πλεγμένα ανάμεσα στη μυθοπλασία και την ιστορία

Στα χέρια του ο Γιάγκος κρατά σφιχτά το α σ η μ ο κ α π ν ι σ μ έ ν ο κιτάπι με καταγραφές από το 1893 έως και το 1924, με της Ανατολής τα γλυκοχαράματα έως και τις δύσεις, που άλλοτε τις ακολουθούν αστροφεγγιές κι άλλοτε άφεγγες νυχτιές. Θεωρεί ευθύνη του, μέσα από τα αχνά και ξεθωριασμένα γράμματα να ανασύρει τις μνήμες, γιατί η εξέλιξη μέσα από τις μνήμες έρχεται. Ή όχι;

Να ιστορηθούν εντέλει στα φανερά, χωρίς ψιθύρους, μισόλογα και παρανοήσεις, τα γνωρίσματα κι οι λογισμοί μιας ευημερούσας κοινωνίας και να αποκαλυφθούν οι καταθέσεις της ψυχής τους. Θεωρεί τιμή του, τα κιτρινισμένα φύλλα κάποτε, όταν έρθει το πλήρωμα του χρόνου, όταν η μνήμη σταματήσει να πονά, να μετατραπούν σε λευκά νοσταλγικά φύλλα. Αλησμόνητα.

Από αγάπη στον παππού. Από σεβασμό σε όλους όσους πάσχισαν και λαχτάρισαν για την Π α τ ρ ί δ α!

Ένα μνημόσυνο χρέους για το τελευταίο ρωμαίικο.

Η Μικρή Πατρίδα χάθηκε. Όχι, η μνήμη. Η δική του υπόσχεση.

Η Ευθαλία Ασημακίδου γεννήθηκε το 1958, στη Θεσσαλονίκη.

Μέχρι τα δεκαοκτώ της χρόνια έζησε στη Γέφυρα Θεσσαλονίκης – το παλιό Τοψίν (Topsin) -, ιστορική έδρα του δήμου Χαλκηδόνας.

Σήμερα, ζει στην Περαία Θεσσαλονίκης.

Με κάμποσα χρόνια στο χώρο της εκπαίδευσης έσκυψε πάνω στα παιδιά, ακούμπησε το αλλιώτικο, το διαφορετικό, κι όλοι μαζί βρήκαν τη δική τους γλώσσα, με καθάρια ματιά χωρίς παρωπίδες.

Στο «Δ έ ο ν ή ο ύ», έσκυψε κι ακούμπησε με τον τρόπο που διδάχτηκε από τα παιδιά. Αυτόν της ενότητας και της συμπόρευσης.

Αγοράστε το δίτομο βιβλίο μέσω του αυτοματοποιημένου συστήματος πώλησης του ηλεκτρονικού καταστήματος fylatos.com, προσθέτοντας το στο καλάθι ή με τηλεφωνική παραγγελία στο 2310-821622 ή μέσω βιβλιοπωλείων.

Για άμεση αγορά εδώ

1ος τόμος 636 & 2ος τόμος 486 (συνολικά 1122 σελίδες)

Δίτομο πολυτελές έργο, τυπωμένο σε σαμουά χαρτί με ματ πλαστικοποιημένο εξώφυλλο.

Ο Κενάν Μεσαρέ (1889-1965) ήταν αυτοδίδακτος ζωγράφος από τα Γιάννενα. Πατέρας του ήταν ο αλβανικής καταγωγής στρατηγός του οθωμανικού στρατού Χασάν Ταχσίν Πασάς, που παρέδωσε τη Θεσσαλονίκη στον ελληνικό στρατό το 1912.

Πηγή εικόνων