Ο λογοτέχνης και φιλόσοφος Τάσος Φάλκος (Αρβανιτάκης) μιλά για την ποίηση

Η ποίηση στις ημέρες μας συνεχίζει να είναι μια ζωντανή και αναπτυσσόμενη τέχνη, που αντανακλά την εποχή μας και ανοίγει νέους ορίζοντες για τη δημιουργία και τη διανόηση.

Τι εμπνέει την ποίησή σας;
Η ποίηση είναι ένα μέρος της Δημιουργίας, στοχαστικής και καλλιτεχνικής. Γι’ αυτό θα αναφέρω συνοπτικά το τι παρακινεί στη δημιουργία. Βασικά κίνητρα για στοχασμό και καλλιτεχνική δημιουργία είναι η επιθυμία-ελπίδα να μείνει κάτι από αυτά που είδαμε, αισθανθήκαμε ή σκεφτήκαμε και που τα θεωρήσαμε από ενδιαφέροντα ως αξιόλογα, αλλά και η φιλοδοξία να μείνει κάτι από εμάς που τα γνωρίσαμε όλα αυτά. Άλλη κατηγορία κινήτρων είναι η απορία και η αναζήτηση των ποικίλων «γιατί», γιατί οι άνθρωποι ενεργούν όπως ενεργούν, ποιος και γιατί δημιούργησε τη ζωή, ποιος είναι υπεύθυνος για το κακό. Η απορία μας και η αγανάκτηση για την ύπαρξη του κακού δημιουργούν την ελεγκτική διάθεση και την πολεμική. Στους διάφορους δημιουργούς υπερισχύουν κάποια από αυτά τα κίνητρα.
Προσωπικά ανήκω σ’ αυτούς που συνδυάζουν περισσότερα από ένα κίνητρα, τόσο στα «ποιητικά» μου έργα όσο και στα «πεζογραφικά». Βάζω εισαγωγικά στις λέξεις, γιατί προσωπικά δεν ξεχωρίζω την ποίηση από την πεζογραφία. Συγκεκριμένα. Γεννήθηκα το 1937, οπότε έζησα στα τρυφερά μου χρόνια την κατοχή και αμέσως μετά τον εμφύλιο. Η φιλοδοξία ενός ανθρώπου και των ομοίων του προκάλεσε 52 εκατομμύρια νεκρούς! Στην Ελλάδα πέθαναν εξαιτίας του πολέμου ένας στους δέκα. Ο εμφύλιος μας δίχασε και μας αποδεκάτισε. Συνεχώς φόνοι και συμφορές. Δεν θυμάμαι να ρωτούσα, καταλάβαινα πολλά. Σκεφτόμουν πάντα σαν μεγάλος. Αναρωτιέμαι αν υπήρξα ποτέ παιδί. Είχα κάποια κλίση προς την ζωγραφική, αλλά νωρίς παραιτήθηκα από αυτήν, γιατί την θεωρούσα στάσιμη. Δεν μπορούσα λ.χ. να περιγράψω την διαφοροποίηση, την εξέλιξη και την σύγκρουση των ψυχολογιών και των Ιδεών. Με τον λόγο αισθανόμουν πολύ πιο άνετα. Αυτό το οφείλω μάλλον στη μητέρα μου, που ήταν εξαιρετική αφηγήτρια, με λόγο γεμάτο ζωντάνια και ενθουσιασμό ακόμα και για τα καθημερινά, με λόγο κοφτό ή μακρύ, όταν χρειαζόταν, με απομιμήσεις διαλέκτων… Βέβαια και ο πατέρας μου θεωρούνταν από τους φίλους μας καλός παραμυθάς, αλλά εγώ έβρισκα το τέμπο του πολύ αργό, και αδημονούσα να ακούσω τη συνέχεια, που συνεχώς αναβαλλόταν, σκόπιμα όπως έκρινα, για να προλάβει να αυτοσχεδιάσει. Από πολύ μικρό παιδί και χωρίς να το συνειδητοποιώ, σκεφτόμουν προβλήματα εκφοράς του λόγου εξαιτίας των γονέων μου. Φαίνεται ότι κάπως τα κατάφερνα στην έκφραση, γιατί στην διάρκεια όλων των σπουδών μου οι εκθέσεις μου διαβάζουν στην τάξη ως πρότυπα.
Πώς προσεγγίζετε τη δημιουργική διαδικασία της συγγραφής ενός ποιήματος;
Το αν θα γράψω ποίηση ή πεζό ή θεατρικό δεν το αποφάσιζα εγώ συνειδητά. Μάλλον αποφάσιζε το υποσυνείδητό μου.
Ξεκίνησα γράφοντας σύντομα πεζά, ας πούμε μισής σελίδας, κείμενα χωρίς διάταξη σε στίχους. Οι άλλοι τα έλεγαν ποιήματα. Το δέχτηκα συμβατικά. Μετά από χρόνια αναζήτησης της υποτιθέμενης ποιητικής ουσίας, κατέληξα ότι τέτοιο πράγμα υπάρχει μόνο στην φαντασία των εκάστοτε δημιουργών. Οι διακρίσεις που προτείνονται αφορούν όχι το σύνολο της ποίησης, αλλά πότε μία εποχή, πότε ένα κίνημα, πότε έναν συγγραφέα, και αποβλέπουν συνήθως στην έξαρση του είδους που καλλιεργούν, και εμμέσως στην έξαρση του δικού τους έργου.
Σήμερα το μόνο που δέχομαι ως διακριτικό στοιχείο είναι η έκταση: Σύντομο κείμενο = ίσον ποίημα, μέσο κείμενο = αφήγημα, διήγημα, εκτενές κείμενο = μυθιστόρημα. Όλες οι άλλες διακρίσεις εύκολα καταρρίπτονται.
Κατά την συγγραφή σπάνια μένω κοντά στην αρχική μορφή όπως σχηματίστηκε στο υποσυνείδητο. Έχω μάλιστα ασχοληθεί και θεωρητικά με την διόρθωση, και υποστήριξα ότι, δίπλα στην τέχνη της συγγραφής, υπάρχει μια τέχνη «διορθωτική», κορύφωση της συγγραφικής τέχνης, απαραίτητη για κάθε δημιουργό, γιατί αυτή δίνει το τελικό αποτέλεσμα.

Πώς πλοηγείστε στην ισορροπία μεταξύ της προσωπικής έκφρασης και των προσδοκιών του κοινού σας;

Το σύγχρονο –ανύπαρκτο– κοινό δεν νομίζω ότι έχει προσδοκίες από τους ποιητές. Προσπαθώ να δημιουργήσω προσδοκίες. Προς το παρόν είμαι ικανοποιημένος από την καλή ως ενθουσιώδη αποδοχή του έργου μου από πολλούς σημαντικούς ανθρώπους των γραμμάτων μας.

Ποιοι είναι μερικοί από τους αγαπημένους σας ποιητές και πώς έχουν επηρεάσει το έργο σας;

Αν όχι πάντα, πολλές φορές η τύχη και οι περιστάσεις συντελούν στο να «πέσεις» επάνω σε συγγραφείς, ζωγράφους κ.τ.λ. που εκ των υστέρων νομίζεις ότι τους «περίμενες».
Στο πρότυπο γυμνάσιο που τελείωσα, το Πειραματικό Θεσσαλονίκης και μάλιστα στην ακμή του, αγάπησα δύο αρχαίες τραγωδίες, που τις έμαθα σχεδόν απέξω, την Ιφιγένεια εν Αυλίδι και τον Οιδίποδα τύραννο. Έκτοτε το τραγικό στοιχείο είναι μόνιμο τα έργα μου.
Γύρω στα δεκάξι χρόνια μου ένας συγγενής μου με πρότεινε και διάβασα όσα έργα του Φρόιντ και του Νίτσε είχαν μεταφραστεί στα ελληνικά. Την ίδια εποχή ανακάλυψα τον Ντοστογιέφσκι, που τότε τον έβρισκες και στα φτηνά καροτσάκια. Με ενθουσίασε ακόμα Oscar Wilde, και πιο αργότερα ο Ρίλκε. Από τους Έλληνες ξεχώριζα στην αρχή μόνο τον Σολωμό, και αργότερα τον Καβάφη. Κάποια περίοδο με ενθουσίασε ο Μπωντλαίρ, που διάβασα όλα τα έργα του στο πρωτότυπο. Πιο αργά επεκτάθηκα σε όλη σχεδόν την παγκόσμια λογοτεχνία. Διάβαζα πολύ, και δεν νομίζω ότι υπάρχει σημαντικός λογοτέχνης πού να μην γνωρίζω ένα τουλάχιστον μέρος του έργου του. Από όλους αυτούς συγκράτησα συνειδητά ή υποσυνείδητα ό,τι ταίριαζε στην ιδιοσυγκρασία μου. Είναι λοιπόν κατά κάποιο τρόπο δάσκαλοί μου.

Πώς νιώθετε για τον ρόλο της ποίησης στη σημερινή κοινωνία;

Από την εποχή της επικής ποίησης ως την αρχή του 20ού αιώνα η ποίηση έπαιζε αρκετά σημαντικό ρόλο στη ζωή των ανθρώπων. Χρησίμευε στην μόρφωση και την καλλιέργεια, στην τιμή και διαιώνιση των σπουδαίων έργων, στην παρουσίαση των ατομικών αισθημάτων, παθημάτων και φιλοδοξιών, στις γιορτές, στον γάμο, στον χορό, στην διασκέδαση. Αυτά ως την εμφάνιση στην λογοτεχνία του μοντερνισμού, που τυπικά ξεκινάει από το 1870 με το Igitur του Mallarme, και κορυφώνεται με το «Μανιφέστο του σουρεαλισμού» του Αντρέ Μπρετόν (1924). Στην ζωγραφική, ακόμα πιο νωρίς, με τις «Δεσποινίδες της Αβινιόν» του Πικασό (1907). Έκτοτε όλοι σχεδόν «μοντερνίζουν» ή πιο καλά, τρέμουν μήπως δεν θεωρηθούν «μοντέρνοι». Επιδιώκουν σε ποικίλους βαθμούς και όχι όλα μαζί: την έκπληξη και τον αιφνιδιασμό του αναγνώστη, τη σκοτεινότητα, τον σιβυλλισμό, την απόκρυψη, την ακατάπαυστη αλληγορία, το παράδοξο, το ιδιότροπο, το προκλητικό, το υποσυνείδητο και άπλαστο και ασυνάρτητο και γενικά ότι αγνοεί ή προκαλεί την λογική. Η λογική, η οποία απαιτεί ειρμό, αρμονία, ισορροπία, φωτεινότητα, σχέδιο κτλ. είναι ο μόνιμος σάκος πυγμαχίας των νεωτεριστών. Ακολουθώντας τον συρμό, ξύπνησαν όλοι ξαφνικά αντιρασιοναλιστές, που συναγωνίζονται ποιος θα καταφέρει πιο καίρια πλήγματα στη λογική. Όλα αυτά αποξένωσαν και απομάκρυναν τους πιθανούς αναγνώστες, που έτσι και αλλιώς δεν φαίνεται να ήταν ποτέ πολλοί. Δεν είναι ίσως υπερβολή να πούμε ότι σήμερα οι ποιητές γράφουν μόνο για τους ποιητές, και πάλι όχι για όλους, αλλά για κάποιους που έχουν σε παραπλήσιο συνδυασμό τα «μοντερνιστικά» στοιχεία που ανέφερα.
Προσωπικά, μολονότι γνώρισα νωρίς όλες τις «μοντέρνες» τάσεις, απομακρύνθηκα συνειδητά από αυτές όσο μπορούσα. Επέμενα ιδίως σ’ αυτό που λέμε ανθρωπιά και ανθρωπισμό, που οι σύγχρονες τάσεις δεν μπορούν να αποδώσουν και να μεταδώσουν, αφού η γλώσσα τους για τους πολλούς είναι μετριοπαθώς «παράξενη» και απαιτεί μακριά οικείωση, που μόνο οι ειδικοί την έχουν.

Τι συμβουλή θα δίνατε στους επίδοξους ποιητές;

Όσο μπορείτε μακριά από τις γέρικες σειρήνες του μοντερνισμού! Διαβάζετε Πλάτωνα, διαβάζετε Σολωμό, διαβάζετε Ρίλκε!

Μπορείτε να μοιραστείτε μαζί μας ένα ποίημα που έχει ιδιαίτερο νόημα για εσάς;

ΛΙΤΑΝΕΙΑ
Στέκομαι εδώ ταιριάζοντας αταίριαστα κομμάτια
Μες στην απελπισία μου
παίρνω τον δρόμο για τον λόφο
απ’ όπου πρωτοαντίκρισα τη λιτανεία
Την βλέπω μπρος μου σα να ήταν χθες
Κινούσε από μεγάλα βάθη
και προχωρούσε αργά μέσα σε φως θλιμμένο
μια λιτανεία ανθρώπων και ψυχών
Και ξαφνικά
σαν κάποιος να ’δωσε το σύνθημα
υψώθηκαν φωνές δοξαστικές
σαν έκρηξη χιλίων μουσικών οργάνων
τα χρώματα φωτίστηκαν και δέσαν με τη μουσική
κι η γη φάνηκε ως μέρος του ουρανού
τα πάντα ενώθηκαν και γίναν κρύσταλλο μουσικό
Για μια στιγμή –μόνο για μια στιγμή–
φαντάστηκα πως όλα δέναν μεταξύ τους
πως είχαν κάποιο νόημα
πως θα ’βρισκα το μυστικό τους
Πάνω σ’ αυτό πήρε να σκοτεινιάζει
θαμπώσανε τα χρώματα
και κάποιος πήρε να φωνάζει
με μια τρομαχτική φωνή
Κλονίστηκε η πορεία
σκόρπισαν οι ψυχές σαν τα πουλιά
κι ο κόσμος έγινε ξανά παράταιρα κομμάτια