Παρουσίαση του βιβλίου Οι δυο ώρες ύπνου και το memento mori ενός συγγραφέα του Τάσου Αγγελίδη Γκέντζου

Την Τετάρτη 4 Νοεμβρίου στις 19.30 το Μουσείο Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και συγκεκριμένα η  αίθουσα Τάκης Κανελλόπουλος, γέμισε με χαμόγελα. Φίλοι και γνωστοί του ταλαντούχου συγγραφέα Τάσου Αγγελίδη Γκέντζου και του φωτογράφου/σκηνοθέτη Παναγιώτη Κουντουρά  δώσανε το παρόν στην παρουσίαση του έργου «Οι 2 ΩΡΕΣ ΥΠΝΟΥ… & Το «memento mori» ΕΝΟΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ», όπου συνδυάστηκε ο υπέροχος γραπτός λόγος με την τέλεια αποτύπωσή του στη φωτογραφία.

Για το βιβλίο του Τάσου Αγγελίδη Γκέντζου μίλησαν:

Χρυσούλα Μελισσά Χαλικιοπούλου, Δρ. Ψυχολόγος

Κων/νος Ζέρβας, Πολιτικός Μηχανικός, Δημ. Σύμβουλος Δήμου Θεσσαλονίκης

Σάκης Παπαγιάννης, Εικαστικός

Τη συζήτηση συντόνισε η Μαρία Αναγνωστίδου, Δημοσιογράφος

Μίλησαν επίσης, ο Συγγραφέας, ο Φωτογράφος και ο Εκδότης

Λίγα λόγια για το βιβλίο:

Δυο ώρες ύπνου… – ύστερα από την αναγγελία ενός θανάτου – φιλοξενούν στους κόλπους τους τις ανησυχίες, τους φόβους, τα θέλω και τα όνειρα ενός ανθρώπου.

Ένα όνειρο με τόπο δράσης τον Άγιο Λαυρέντιο του Πηλίου και χρόνο το εκάστοτε σήμερα… προσπάθησε να συμφιλιώσει την ανθρώπινη φύση με το φυσικό και το ανθρώπινο… του αποχωρισμού.

Θεωρούμε τη ζωή ως δεδομένη…

Τα απρόσμενα ταρακουνήματα που μας στέλνουν οι αρρώστιες τα γιατρεύει η μνήμη μας και σχεδόν πάντα θριαμβεύει η αίσθηση της αυτοσυντήρησης…

Τελικά πόσο μακριά κατοικούμε από τα ανθρώπινα;

Ο Κώστας δεν ήταν έτοιμος να πει το τελευταίο αντίο στον φίλο του κι ο Γιώργος του θυμίζει το…

Memento mori!

Να θυμάσαι το θάνατο!

Κι αν θυμάσαι το θάνατο, τότε είναι βέβαιο πως θα έχεις καλή σχέση με τη ζωή!

Θα εκτιμάς, θα χαίρεσαι, θα σέβεσαι, θα ευχαριστείς…

Να θυμάσαι, να θυμόμαστε, να θυμάστε… τη ζωή!

Mementote vivere, λοιπόν… και σπάστε με τα σφυριά της συνείδησης όλα εκείνα τα τόσο γλυκά… αυτονόητα που αδρανοποίησαν την ουσία της ζωής μας!

Να έχουμε στο μυαλό μας πως πρέπει και να ζήσουμε…

Η ομιλία της Χρυσούλας Μελισσά Χαλικιοπούλου για το βιβλίο «Οι δυο ώρες ύπνου και το memento mori ενός συγγραφέα»

Ήταν ιδιαίτερη χαρά και τιμή η πρόσκληση του αγαπημένου μου δασκάλου και φίλου, Τάσου Γκέντζου, να παρουσιάσω το καινούριο του βιβλίο. Βέβαια παραξενεύτηκα κιόλας, μια και δεν ανήκω ακριβώς στο… σινάφι των συγγραφέων. Όταν όμως το διάβασα, κατάλαβα τα βαθύτερα κίνητρα της κίνησής του αυτής: ήθελε να απαλύνει λίγο τις ενοχές του, που μας πήρε το ψωμί… Γιατί τι άλλο κάνει ένας ψυχολόγος από το να καταγράφει και να αναλύει –κι όχι πάντα έτσι αποτελεσματικά- σκέψεις, συναισθήματα, όνειρα. Ό, τι ακριβώς πέτυχε ο πολυτάλαντος Τάσος στο υπέροχο βιβλίο «Οι δυο ώρες ύπνου και το memento mori ενός συγγραφέα», όπου με τη σκέψη και την πένα του, συνεχίζει τη σχέση με αγαπημένο του φίλο, διαλύοντας τα όρια και τους περιορισμούς του χρόνου.

Ο τίτλος και η εικόνα του εξωφύλλου του, μας παραπέμπουν στο θάνατο, μάλλον παραπλανητικά. Θα σας εξομολογηθώ ότι, αφού μου πέρασε και ο πανικός για το τι να πρωτοπώ, σκέφτηκα: ‘μάλλον με διάλεξε ασυναίσθητα, επειδή ήξερε ότι τα τελευταία τρία χρόνια έχω κι εγώ βιώσει την απώλεια δυόμιση ανθρώπων’. Ο μισός φυσικά άνθρωπος αναφέρεται στο κομμάτι του εαυτού μου που έχασα μαζί τους. Ή μήπως δεν είναι έτσι τα πράγματα; Γιατί αυτό το κομμάτι εξερευνά κι ο Τάσος Γκέντζος στο μικρό -φαινομενικά μόνο- βιβλίο του, παραθέτοντας τις αναμνήσεις και τις συζητήσεις δυο φίλων. Ο νεκρός Γιώργος εξακολουθεί να ζει, γιατί ο ζωντανός Κώστας τον κρατά με αγάπη στο μυαλό και την ψυχή του. Στη σύντομη παρουσίασή μου, δεν υπάρχουν περιθώρια να αναπτύξουμε τους δυο αυτούς χαρακτήρες, αλλά θα τους ανακαλύψετε μόνοι σας, διαβάζοντας το βιβλίο. Θα σας μεταφέρω όμως έναν από τους διαλόγους (της σελίδας 26), που τον ξεχώρισα, επειδή μου θύμισε κάτι από το αγαπημένο μου θεατρικό έργο «Περιμένοντας τον Γκοντό ». Ο Κώστας αναπλάθει εδώ τις κοινές τους εμπειρίες, αν και βρίσκονται τώρα σε ξεχωριστούς χώρους ύπαρξης:

-Θυμάσαι το μεγάλο βιβλιοπωλείο στη Ρώμη;

-Με το ωραίο καφέ στο πατάρι;

-Βρίσκω τη μνήμη σας εξαιρετική, κύριε Κώστα.

-Πήγαμε στο υπόγειο για ν’ αγοράσω ένα ημερολόγιο και μου είχε κάνει εντύπωση ο τίτλος ενός βιβλίου.

– Η δικτατορία της συνήθειας.

-Εσύ με κορόιδευες και μου μιλούσες με το γνωστό προβοκατόρικο ύφος σου για τη δημοκρατία της συνήθειας.

-Το τελευταίο μου ταξίδι…

-Πόσο είχαμε γελάσει εκείνο το απόγευμα!

Μέσα σε αυτούς τους παράλληλους διαλόγους, ο Κώστας, δίνει ζωή στο φίλο του, συνεχίζοντας την κουβέντα και τη σχέση τους. Σε ένα διαφορετικό βέβαια επίπεδο, όπου όλα αποκτούν κι άλλο νόημα. Μα στην παρέα τους, μπερδεύονται κι άλλοι άνθρωποι, κάνοντάς μας να αναρωτηθούμε σε ποιον από τους δυο κόσμους ανήκουν. Τελικά όμως, αφήνουν και σε μας μια γλυκιά αίσθηση, μέσα από τη συνέχεια που έμμεσα ζητούν να έχουμε στα έμψυχα και άψυχα(;) πράγματα που αγάπησαν κι άφησαν πίσω τους. Έτσι ακόμη και τα αφρόντιστα λουλούδια γίνονται αντανακλάσεις της θνητότητάς μας. Αλλά και υποχρέωση να συνεχίσουμε το έργο όσων έφυγαν. Δύσκολο. Γιατί από την άλλη μεριά, εμείς οι ζωντανοί, είμαστε φορτωμένοι με μισοτελειωμένες υποθέσεις κι ανεκπλήρωτες επιθυμίες, μαζί με την ελπίδα να προφτάσουμε να κάνουμε περισσότερα. Σας διαβάζω ένα απόσπασμα, από τη σελίδα 32, όπου ο Κώστας θέλει να του μιλήσει για το μυθιστόρημα που έχει στο νου του να γράψει:

-Και γιατί μου το λες τώρα; τον ρωτά εκείνος

-Προσπαθώ να σου πω αυτά που σκέφτηκα και δεν πρόλαβα να σου τα πω.

-Έχεις τη γραφή σου εσύ…

-Πάντα είχα την αίσθηση πως μπορώ να σου τα πω όποτε το θελήσω.

-Λυπάμαι, Κώστα.

-Και τώρα φοβάμαι μήπως ξυπνήσω απότομα και χαθούν όλα.

-Οι αναμνήσεις δε χάνονται ποτέ!

-Μη με ξυπνήσεις, Γιώργο.

-Μη φοβάσαι.

-Γιατί το λες αυτό;

-Ο χρόνος του ονείρου είναι διαφορετικός.

Μου άρεσε ιδιαίτερα αυτός ο ευρηματικός τρόπος του συγγραφέα να μας παρουσιάζει τους ήρωες, τα συναισθήματα και τις αγωνίες του μέσα από το όνειρο, αλλά και τα εγκιβωτισμένα όνειρα που μας προσκαλεί να ανακαλύψουμε στο κείμενό του. Έτσι ελαφραίνουν οι φόβοι του, οι πολλοί συμβολισμοί και οι μεταφυσικοί του προβληματισμοί, που τους διανθίζει με το ιδιαίτερό του χιούμορ. Ο ‘κουτσός’, όπως λέει, ‘ορθολογισμός’ του αδυνατεί να καταλάβει και πολλά από τα καθημερινά πράγματα της ζωής μας: την πίστη του φίλου του στους ανθρώπους και στους εξωτερικούς ‘τύπους της θρησκείας μας (που κρύβουν όμως το περιεχόμενό της) ή στ’ ανεξήγητα της επιστήμης: να ζει αυτός που κάνει διατροφικές κραιπάλες ενώ πεθαίνει εκείνος με την υγιεινή ζωή. Ούτε στην ανθρώπινη λογική ούτε στην καρδιά μας χωρά ο θάνατος, με το ‘πέρασμα στην άλλη όχθη του ποταμιού’. Ίσως γι’ αυτό να αποφεύγουμε να τον σκεφτούμε ή δεν ξέρουμε πώς να τον αντιμετωπίσουμε, όταν απρόσμενα χτυπήσει την πόρτα μας. Κι όμως αυτός μας προτρέπει, μέσα από τα λόγια του χαμένου φίλου, πως ‘το λογικό είναι να τον αποδεχτείς και να πας ένα βήμα παρακάτω τη ζωή σου’. Η σκέψη του συγγραφέα γυρνά στο μάταιο των πράξεών μας, στα χνάρια που αφήνουμε πίσω μας, στο ‘ανηφορικό’ παρελθόν και τότε… ξεχνιέται πάλι και θεωρεί αυτονόητη τη ζωή.

Μερικοί άνθρωποι, έλεγε ο Επίκτητος, είναι τυφλοί στην ομορφιά του κόσμου. Μήπως είμαστε όλοι μας, αναβάλλοντας συνεχώς, με τη βιοπάλη ή το κυνήγι του εφήμερου πλουτισμού, το να είμαστε παρόντες στη ζωή μας; Ζούμε συνειδητά την ομορφιά του έρωτα, την αξία που έχει η αγάπη και η τρυφερότητα στις σχέσεις μας, η ματιά στο συνάνθρωπο και το άγγιγμα στον ηλικιωμένο, η κατανόησή μας στα παιδιά; Θα μπορούσα να βάλω κι άλλα ερωτήματα, αλλά αυτά θα τα διαβάσετε μόνοι σας, όπως ακριβώς τα αναπτύσσει ο συγγραφέας στο δεύτερο μέρος του βιβλίου. Μόνο που εκεί έχει κάποιες ενοχές για το διδακτικό του ύφος, μια και δεν βρίσκει άλλο τρόπο να μας ταρακουνήσει. (Δάσκαλος, γαρ). Έτσι μας υπενθυμίζει όσα αξίζουν ουσιαστικά και μένουν στην καρδιά μας, πέρα από τη φθαρτή σάρκα. Σιγά-σιγά ωστόσο φαίνεται να απολαμβάνει την απόπειρά του να μας αφυπνίσει και παρόλο που αυτοσαρκάζεται με το λυρισμό ή το λαϊκισμό-που διερωτάται αν έχει- στο ύφος του, μας χαρίζει στη σελίδα 57 τη μαγεία των… Χριστουγέννων:

-Βλέπω αυτό που θέλω να δω και είμαι τόσο χαρούμενος με αυτή την επιλογή μου. Έχω τα δικά μου μάτια και τα δικά μου γυαλιά. Οι άλλοι συχνά με χλευάζουν λέγοντας πως είμαι ένας ρομαντικός τύπος και πως μου λείπει ο πραγματισμός του επιστήμονα.

-Οι μάγοι δεν δήλωσαν ποτέ επιστήμονες!

-Μαγεία είναι να ρωτούν το μικρό παιδί για το επάγγελμα του πατέρα του κι εκείνο να τους απαντά χωρίς δεύτερη σκέψη: ‘ο πατέρας μου είναι μάγος!’

Μόνο εμείς –‘στρατιές τα άψυχα σώματα των ζωντανών’, όπως λέει – στεκόμαστε πανικόβλητοι μπροστά στο τελευταίο χαίρε κι αναρωτιόμαστε για τις αποστάσεις και τις ισορροπίες που πρέπει να κρατήσουμε. Θρηνούμε, φιλοσοφούμε, ψάχνουμε διέξοδο μέσα από την πίστη ή την τέχνη. Ίσως μάλιστα τότε να μας διαφεύγει ότι με τον πόνο, τελειοποιούμε το χαρακτήρα μας. Επιπλέον, μέσα από το θάνατο, αναγνωρίζουμε την ευγνωμοσύνη μας για τα πρόσωπα που υπήρξαν συνοδοιπόροι. Κι ο συγγραφέας, που στο βιβλίο αυτό αγγίζει το θάνατο, αλλά πανηγυρίζει την αξία της ζωής και της φιλίας, δε θα μπορούσε παρά να τελειώσει το τρίτο μέρος του βιβλίου του με μια ιστορία αγάπης. Αφήνεται να εννοηθεί ότι είναι το μυθιστόρημα που ήθελε να γράψει ο Κώστας και παρουσιάζεται εδώ εν συντομία. Αρχίζει δραματικά, γιατί έτσι συμβαίνει σε πολλές ανθρώπινες καταστάσεις. Τελειώνει με την αξία της προσφοράς και της ανιδιοτέλειας, την αναγέννηση της θέλησης για δημιουργία μαζί μ’ έναν άλλο άνθρωπο. Αλλά και με τη σκέψη του θανάτου ως μια υπενθύμιση στο συγγραφέα: να χαρεί τη ζωή, να ζήσει, μέσα από τη γραφή και τους αγαπημένους του.

Πέρα από τις εξαιρετικές σκέψεις και ιδέες του Τάσου Γκέντζου, αυτό που με συγκίνησε στο συγκεκριμένο βιβλίο είναι ο λόγος του, που κινείται ανάμεσα στη θεατρική και την ποιητική γραφή. Σας μεταφέρω αποσπασματικά κάποια δείγματά της, από τη σελίδα 70 :

Κάτω από τον σκουριασμένο τροχό των συναισθημάτων!

Κάτω από έναν ουρανό που δεν έβλεπες το γαλάζιο του χρώμα…

Κάτω από τα φώτα μιας σκιάς! …..

Φωνή, φωνές, οράματα, εικόνες….

Το σώμα είχε αρχίσει το ταξίδι του… κι αλλού, σελ 74:

Ένα τεράστιο μαύρο πανί στήνεται ανάμεσα στα δυο άχαρα κοντάρια κι εγώ δεν μπορώ να καταλάβω αν αυτό που θα ακολουθήσει θα συγγενεύει με το τέλος ή με την αρχή.

Ο χρόνος με πιέζει…

Γίνομαι μια άβουλη μαριονέτα μπροστά στη σκηνή.

Οι λεπτές μεταξωτές κλωστές είναι εύκολο τούτη την ώρα να μπλεχτούν μεταξύ τους κι εγώ να μπερδευτώ και να χάσω την ισορροπία μου.

Για πρώτη φορά δείχνεις πως δε σε ενδιαφέρει ο χρόνος!

Μέσα στην επιμελημένη δουλειά των εκδόσεων Φυλάτου, αυτές οι ποιητικές εικόνες δένονται αρμονικά με τις 50 εξαίρετες ασπρόμαυρες φωτογραφίες του Παναγιώτη Κουντουρά. Παλιά και σύγχρονα αντικείμενα, σκουριασμένα ή καλοδιατηρημένα, ζωντανά ή νεκρά, είναι ακουμπισμένα στην όμορφη φύση του Πηλίου, που δε χάνει ευκαιρία να μας δείξει τη δύναμη της ζωής, μέσα από πανέμορφα αγριολούλουδα, σπαρτά κι αγριάδες που ξεφυτρώνουν ακόμα και σε χαλάσματα ή τάφους. Οι φωτογραφίες αυτές μας ξεκουράζουν από την ένταση του κειμένου, συνεχίζουν σκέψεις και προβληματισμούς, και μας ταξιδεύουν στη ροή και τη φθορά του χρόνου. Υπέροχη και η φωτογραφία του εξωφύλλου, λες και θέλει να μας ξεγελάσει με ένα όμορφο νεανικό σώμα. Κι όμως, αυτό είναι σε νεκρική στάση. Ή μήπως πάλι απλώς κοιμάται;

Ξαναγυρίζοντας στον Τάσο Γκέντζο, επικροτώ το κουράγιο του, να πλησιάσει και να αποδεχτεί τα πιο σκοτεινά του συναισθήματα. Όχι απλώς για να συμφιλιωθεί με το θάνατο, αλλά για να αντιμετωπίσει πάλι με θάρρος την εύθραυστη ύπαρξή μας μέσα στη ζωή. Αυτό είναι κι ένα κομμάτι που, στην κλινική μου εμπειρία, πάντα με συγκινούσε και με συγκλόνιζε: πώς δηλαδή μας μεταμορφώνει ένας θάνατος. Εδώ απεικονίζεται και η αγωνία του Γιώργου για τη γυναίκα και το παιδί του, που μένουν πίσω. Πιστεύω όμως ότι, όπως κι ο συγγραφέας, έτσι κι αυτοί μέσα από την ταύτισή τους με τον πόνο, τη διεργασία του πένθους και του θρήνου, τον αφύσικο και βίαιο αποχωρισμό -που μας βοηθά να ωριμάσουμε ουσιαστικά, αν και με ξεχωριστό τρόπο ο καθένας – αλλά και με τις παρακαταθήκες του αγαπημένου τους ανθρώπου, θα οδηγηθούν και πάλι σταδιακά στον πλούτο και τη χαρά της ζωής.

Τελειώνοντας, θα ήθελα να ανακεφαλαιώσω με δυο λόγια το βιβλίο αυτό: ο συγγραφέας, μέσα από μια ‘αγρυπνία’, πριν γράψει έναν επικήδειο-που για μένα ήταν ένα ποίημα αποχωρισμού-, βυθίστηκε στη μήτρα του λόγου, τη σιωπή. Μέσα από αυτήν δημιούργησε και τώρα, ο λόγος του προσκαλεί όλους εμάς να στοχαστούμε για τη ζωή.

Σας ευχαριστώ.

tasos aggelidis gkentzos - biblioparousiasi

Κριτική του βιβλίου από τη Γιώτα Παπαδημακοπούλου

Το συγγραφικό έργο του Τάσου Αγγελίδη Γκέντζου δεν χρειάζεται συστάσεις. Πρόκειται για έναν δημιουργό χαρισματικό, ιδιαίτερο, που διαθέτει μια πένα δυνατή και βαθιά συναισθηματική, που σε αγγίζει με τρόπους που ίσως να μην περίμενες και που πάνω απ’ όλα, καταφέρνει με τον δικό της τρόπο να μας μιλάει για την ίδια τη ζωή. Παίρνοντας στα χέρια μου, λοιπόν, το νέο του πόνημα, το «Οι δύο ώρες ύπνου… και το «memento mori» ενός συγγραφέα», ήμουν βέβαιη πως θα διαβάσω κάτι εξαιρετικό. Αυτό που δεν περίμενα, ήταν η έκπληξη που ένιωσα όταν ξεκίνησα το αναγνωστικό αυτό ταξίδι, αφού σε σχέση με όσα έργα του συγγραφέα είχαν προηγηθεί στο παρελθόν, το συγκεκριμένο, άσκησε πάνω μου μια μαγνητική έλξη που με καθήλωσε και με συνεπήρε.

Δύο φίλοι! Ο Κώστας και ο Γιώργος! Μια ζωή και χιλιάδες στιγμές που μοιράστηκαν μαζί, και ακόμα περισσότερες οι αναμνήσεις που έπλασαν συντροφιά. Ο Γιώργος φεύγει από τη ζωή, όμως ο Κώστας δεν είναι έτοιμος να αποδεχτεί το γεγονός. Δεν είναι έτοιμος να πει αντίο. Και τότε, ο φίλος του, μέσα σε ένα όνειρο, αναλαμβάνει να του θυμίσει το memento mori και την σημασία αυτού για να μπορεί κανείς να ζήσει, αληθινά και ουσιαστικά. Και αυτή είναι η αλήθεια της ίδιας ζωής… για να φτάσει κανείς στο σημείο να την εκτιμήσει, οφείλει πρώτα να εκτιμήσει τον θάνατο. Η αναγνώριση ενός επικείμενου τέλους, όποτε κι αν είναι να έρθει αυτό, είναι εκείνη που μπορεί να θρέψει την ολοκλήρωση του ρήματος «βιώνω» μέσα στην τυπική καθημερινότητα, μετατρέποντας τις μικρές στιγμές σε κάτι περισσότερο. Και μπορεί το βιβλίο αυτό να μην είναι ένα φιλοσοφικό δοκίμιο, όμως θα μπορούσε και μάλιστα, με έναν τρόπο διόλου δασκαλίστικο, αλλά ευαίσθητο και συγκινητικό.

Δύσκολο το εγχείρημα του κύριου Γκέντζου που όμως, τελικά, αποδεικνύεται πετυχημένο και άκρως ενδιαφέρον και πρωτότυπο, σε μια εποχή όπου η λογοτεχνία κατακλύζεται από στεγανά. Ένα κείμενο ζωντανό, ειλικρινές, χειμαρρώδες, κάποιες φορές σκληρό κι άλλες πάλι μοναδικά ευαίσθητο. Ένα κείμενο που πότε αξιοποιεί τους διαλόγους μεταξύ των δύο φίλων και πότε τους εσωτερικούς μονολόγους του Κώστα, με τους πρώτους να παραπέμπουν περισσότερο σε μια προφορική συζήτηση παρά σε ένα λογοτεχνικό κείμενο -κάτι που κατά παράξενο τρόπο δεν αποδομεί την λογοτεχνικότητα αλλά την ενισχύει με ένα αίσθημα αλήθειας που χάνεται στις μέρες μας-, και τους δεύτερους να μας προκαλούν να φιλοσοφήσουμε τη ζωή και το θάνατο. Και όχι, οι σκέψεις του Κώστα είναι καθαρά προσωπικές, δεν έχουν σκοπό να μας πείσουν να υιοθετήσουμε τις ιδέες του, αλλά μέσα από ένα κοινό ταξίδι να ανακαλύψουμε τη δική μας αλήθεια.

Το συγκεκριμένο βιβλίο αποτελεί, αναμφίβολα, ένα μεγάλο στοίχημα, τόσο για τον ίδιο τον συγγραφέα -που μέσω αυτού μας συστήνει ένα νέο του πρόσωπο, παντρεύοντας παράλληλα, εύστοχα, το κείμενό με τις εξαιρετικές φωτογραφίες του σκηνοθέτη-κινηματογραφιστή Παναγιώτη Κουντουρά-, όσο και για τις εκδόσεις Φυλάτος, στις οποίες οφείλουμε να αναγνωρίσουμε την εξαιρετική δουλειά που έχουν κάνει όσον αφορά το κομμάτι της επιμέλειας του βιβλίου και της τελικής του παρουσίασης στο αναγνωστικό κοινό. Κλείνοντας, αυτό που θέλω να πω, δεν είναι άλλο από ένα μεγάλο συγχαρητήρια για την άκρως ιδιαίτερη και αξιόλογη αυτή δουλειά που μπορεί να αποτελεί ρίσκο, όμως, απέδωσε τα μέγιστα, καταφέρνοντας να μιλήσει στην καρδιά μας με τρόπο ειλικρινή και άμεσο, και μέσα από την μνήμη του θανάτου να μας κάνει να εκτιμήσουμε λίγο περισσότερο τη μνήμη της ζωής.

αναδημοσίευση: Κόκκινη Ομπρέλα

Το να αιφνιδιάζεσαι ευχάριστα είναι πάντοτε ένα ακριβό συναίσθημα, ίσως λόγω της σπανιότητάς του. Το να  επιλέγεις κάτι και να σου προκύπτει η αίσθηση ότι σου δωρίζεται με σεβασμό που γεμίζει την αύρα του χώρου πληθωρικά είναι ακόμη πιο σπάνιο.

Κάπως έτσι  ξεκίνησε η αναγνωστική μου σχέση με το » Οι δυο ώρες ύπνου και το memento mori ενός συγγραφέα». Το παρήγγειλα, χωρίς να έχω αντιληφθεί επακριβώς τη φόρμα, το μέγεθος, το περιεχόμενο. Το παρήγγειλα  με σιγουριά και με τη βεβαιότητα της ποιότητας που συνοδεύει τη γραφή του Τάσου Αγγελίδη Γκέντζου. . Περίμενα   ένα βιβλίο. Παρέλαβα μία έκπληξη. Μια ιδιαίτερα επιμελημένη έκδοση, σε διαφορετική φόρμα από  ένα κλασικό βιβλίο, με υφή βελούδινη και αισθητική πολύ κοντά στη δική μου προτίμηση, που έπαιζε με το άσπρο μαύρο.

Όταν ένα βιβλίο διεκδικείται από όσους  αντιλαμβάνονται την παρουσία του στο τραπέζι  και πολιορκείται πριν την ανάγνωσή του, χωρίς καν πρόταση από τον κτήτορα-αναγνώστη του, αυτό από μόνο του έχει να πει πολλά. Και δεν έχει να κάνει με την εμμονή στο φαινομενικό και την αισθητική. Είναι για όσους αγαπούν το βιβλίο το πρώτο σκαλί μιας σχέσης στην οποία έχουν αποφασίσει να  αφιερώσουν τον –πολύτιμο- χρόνο τους.

Memento mori, λοιπόν. Μια φράση κλωστή που οδηγεί τον αναγνώστη να υφάνει τη σκέψη του σε πολλά επίπεδα. Η ελευθερία που του δίνεται, ωστόσο, στην επιλογή του σχεδίου είναι αποτέλεσμα της μαεστρίας του συγγραφέα, που δεν καθοδηγεί αλλά δίνει τις αποχρώσεις  και προκαλεί.  Τα θέματα που τίθενται πολλά, όμως οι απαντήσεις είναι προσωπικές. Χωρίς μίζερους διδακτισμούς και επεξηγήσεις, τολμηρά θίγονται όλα, τα μικρά και τα μεγάλα ενώ οι πολιορκητικές μηχανές  που καλά κρύβονται στα κάστρα του καθενός εμφανίζονται στο προσκήνιο και ενεργοποιούνται.

Δυο φίλοι. Ένα όνειρο. Και ευρήματα συγγραφικά ως το τέλος, που παιχνιδίζουν ανάμεσα στον υπερρεαλισμό και το ρεαλισμό και διατηρούν ακμαίο το αναγνωστικό ενδιαφέρον ως το τέλος του βιβλίου, χωρίς «κοιλιά» σε κανένα σημείο του. Η αφήγηση που φαίνεται  ηθελημένα να αποδομεί τη λογοτεχνική γραφή, σχεδόν προφορική, με μια χαρισματική οικειότητα, μεταφέρει τον αναγνώστη σε πολύ γνωστές του, καθημερινές καταστάσεις-στιγμές, απλές μα συνάμα πολύτιμες, στιγμές που  ίσως η βαρύτητά τους περνά υπό φυσιολογικές συνθήκες απαρατήρητη: μια βόλτα με το φίλο στο βουνό, η συνομιλία στο αυτοκίνητο με το συνοδηγό, η παρέα προς το καφενείο του χωριού ή προς το σπίτι του γείτονα. Ωστόσο, αυτό το τόσο γήινο και ανθρώπινο της κουβέντας που εδράζεται σε συνειρμούς, της «μιλητής» παρέας σε ένα μονοπάτι ενός χωριού  μέσα σε  όλη τη ροή ενός ήθελημένου συναπαντήματός τους ξεσκεπάζει στοχασμούς μεταφυσικούς και μη.

Σε όλο αυτό το οικείο σκηνικό έρχεται πολύ όμορφα αιφνιδιαστικά να προστεθεί μία ακόμη συνομιλία. Μια συνομιλία τεχνών. Οι  εξαιρετικές φωτογραφίες του Παναγιώτη Κουντουρά που θα μπορούσαν να αποτελούν αυτόνομα έργα τέχνης,  συνοδεύουν σχεδόν αποκαλυπτικά το κείμενο και ανοίγουν διάλογο με αυτό. Και αυτή η πρόταση, της νέας κειμενικότητας και αλληλοσυμπλήρωσης παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον αλλά και λειτουργεί ως βιταμίνη αναγνωστική.

Ένας Αγγελίδης Γκέντζος διαφορετικός, κόντρα σε προηγούμενες γραφές του, κάτι που αυταπόδεικτα πιστοποιεί τη συγγραφική του δεινότητα.

Memento mori.  H ζωή που κυλά ακόμη πιο όμορφα μέσα από τη συνειδητοποίηση του θανάτου. Η ζωή που εμπεριέχει με έναν τρόπο μαγικό εκείνους που έφυγαν. Ο Τάσος  Αγγελίδης Γκέντζος αμβλύνει γωνίες και απαλύνει. Memento mori. Μια πρόταση ζωής που μπορεί να καυχιέται για τη ζωντάνια της!

γράφει: Φώτης Κατσιμπούρης

Το νέο συγγραφικό πόνημα του Τάσου Αγγελίδη Γκέντζου που έχει τίτλο «Οι 2 ώρες ύπνου και το memento mori ενός συγγραφέα» είναι ένα ιδιαίτερο και πολυσύνθετο αφήγημα 89 σελίδων, ένα πετυχημένο, κατά την άποψή μου, λογοτεχνικό εγχείρημα, από αυτά που σπάνια αποπειράται ένας συγγραφέας στις μέρες μας. Το κείμενο, στην εξέλιξή του, εύστοχα συνοδεύεται από τις εξαιρετικές φωτογραφίες του σκηνοθέτη – κινηματογραφιστή Παναγιώτη Κουντουρά, στον οποίο αξίζουν πολλά συγχαρητήρια για τη σπουδαία καλλιτεχνική συμβολή του.

Το αποτέλεσμα είναι πολύ ενδιαφέρον και πρωτότυπο καθώς ο αναγνώστης, μέσα από ρέοντα, χειμαρρώδη κάποιες στιγμές, διαλογικά μέρη και μονολόγους, ημερολογιακή γραφή, μυθιστορηματική αφήγηση και τις μοναδικές, σε παράλληλη διάταξη προς το κείμενο, φωτογραφίες που το πλαισιώνουν, καλείται σε μια περιήγηση στα «βαθιά νερά» του κοινού για όλους τους ανθρώπους και διαχρονικού υπαρξιακού προβληματισμού. Κι ενώ το περιεχόμενο του βιβλίου είναι οπτικές και αναλύσεις σχετικά με τη ζωή και το θάνατο, καμιά στιγμή δεν έχεις την αίσθηση ότι διαβάζεις ένα «στεγνό» και αδιάφορο τελικά φιλοσοφικό δοκίμιο, αλλά αντιθέτως ένα κείμενο που σε όλη την πορεία του χαρακτηρίζεται από ζωντάνια, αμεσότητα, γνήσιο συναίσθημα, λόγο διεισδυτικό, ουσιώδη και όχι φλύαρο, αλλά και χιούμορ.

Διαχρονικές οι απορίες, οι υποθέσεις και οι απόπειρες απαντήσεων στα ερωτήματα που τίθενται, ωστόσο ο συγγραφέας τα τοποθετεί και τα δουλεύει όλα αυτά με εξυπνάδα και πρωτοτυπία στους διαλόγους ανάμεσα στον Γιώργο και στον Κώστα, στους διαλόγους του Κώστα με τον εαυτό του, στα εγκιβωτισμένα όνειρα του τελευταίου μέσα στο συνολικό όνειρο, που αυτό είναι άλλωστε και όλο το βιβλίο, αλλά και στο έξυπνο μυθιστορηματικό τελείωμα το οποίο κλείνει με ισορροπημένα αισιόδοξο τρόπο την αφήγηση.

Τα βασικά πρόσωπα είναι δυο φίλοι, ο Κώστας και ο Γιώργος. Ο Κώστας είναι ο συγγραφέας που πρόκειται να αποχαιρετήσει οριστικά, την επόμενη μέρα, τον νεκρό πια φίλο του Γιώργο. Μέσα από δύο αναγκαίες ώρες ύπνου θα οδηγηθεί να βιώσει το memento mori, τη μνήμη θανάτου και τελικά να επανεκτιμήσει το memento vivere, τη μνήμη ζωής. Πρώτος σταθμός στην ονειρική περιπλάνηση, με συνοδό και συνομιλητή το Γιώργο, είναι ο Άγιος Λαυρέντιος Πηλίου, ένας χώρος διακοπών που συνδέει ιδιαίτερα τους δύο φίλους. Αυτό το μέρος του βιβλίου θα κλείσει με τον Κώστα να θρηνεί το φίλο του. Ύστερα ο χώρος θα αλλάξει. Ο Κώστας θα βρεθεί στο γραφείο του, στο χώρο που ασχολείται με τη συγγραφή. Εδώ, οι σκέψεις του θα πάρουν τη μορφή ημερολογίου παραμονών Χριστουγέννων, ώστε η λύπη και η ονειρική αγωνία του να εκφραστούν μέσα από έναν εσωτερικό διάλογο ή μονόλογο διαπιστώσεων, συμπερασμάτων και προτροπών, με επίκεντρο πάλι τη μνήμη θανάτου, στην ουσία όμως, με μια άλλη πιο ανθρωπιστική, ελπιδοφόρα και απελευθερωμένη από ανούσια άγχη, προσέγγιση της ζωής. Θα ακολουθήσει άλλη μια συνάντηση, μέσα στο όνειρο, του Κώστα με το Γιώργο, όπου ο διάλογος τους θα οδηγήσει τον Κώστα να αποδεχθεί το θάνατο του φίλου του και να είναι έτοιμος για την δύσκολη επόμενη μέρα.

Στη συνέχεια, την αποχώρηση του Γιώργου από το όνειρο, θα αντικαταστήσουν οι «φωνές», φωνές τους χτες, εσωτερικές φωνές επιγνώσεων και επιπέδων της συνείδησης, όπως η φωνή του αυτονόητου, η φωνή του συναισθήματος, η φωνή των γηρατειών, η φωνή της ειρωνείας… δηλαδή άλλος ένας εσωτερικός διάλογος που μετά το θρήνο του προηγούμενου μέρους θα οδηγήσει τον Κώστα στην απαρχή της επανασύνδεσης με τη ζωή και στο μυθιστορηματικό τελείωμα, όπου κυριαρχεί ο έρωτας ως αντίβαρο και η καταξίωση της ζωής μέσα από αυτόν. Αυτό θα μπορούσε να είναι το αισιόδοξο τέλος που επιζητά ο καθένας σε ένα δύσκολο ή «βαρύ», για τα μέτρα του μέσου αναγνώστη, κείμενο. Όμως εδώ είναι που η μυθιστορηματική γραφή και εξιστόρηση, αναμιγνύεται έξυπνα με έναν ακόμα ιδιότυπο τελευταίο διάλογο του Κώστα με το Γιώργο. Δείχνει σαν ένα είδος ισορροπίας, αυτής της ελπιδοφόρας ολοκλήρωσης, με τη μνήμη θανάτου που κινδυνεύει να ανατραπεί ή να χαθεί η βαρύτητά της, αν η κατάληξη μείνει μονάχα στον έρωτα και στη ζωή. Και συμφωνώ απόλυτα με αυτή την ευφυή και καλά ζυγισμένη επιλογή του Τάσου Αγγελίδη Γκέντζου για το τέλος, που φανερώνει πόσο ο ίδιος έχει βασανιστεί και έχει επεξεργαστεί συναισθηματικά και νοητικά τις αλήθειες για τις οποίες γράφει. Μemento mori άλλωστε η ουσία του πονήματος, ουσία πάνω από όλα ανθρωποκεντρική, διαχρονική και κυρίως αληθινή.

Πολλά συγχαρητήρια λοιπόν στον Τάσο Αγγελίδη Γκέντζο και καλή συνέχεια του εύχομαι από καρδιάς σε ό,τι επόμενο μας επιφυλάσσει. Συγχαρητήρια επίσης αξίζουν και στις Εκδόσεις Φυλάτος που έδωσαν βήμα σε ένα τόσο ξεχωριστό και δύσκολο συγγραφικό εγχείρημα.