1821 – Η επανάσταση στη Μακεδονία

1821 – I epanastasi sti Makedonia

Γράφει ο Θεόδωρος Γκλαβέρης:

Επέτειος των 200 χρόνων από την εθνική παλιγγενεσία και δεν εντόπισα ούτε μία αναφορά στην εξέγερση της Χαλκιδικής, στο χαλασμό της Νιάουστας και στις σφαγές της Θεσσαλονίκης. Κι όμως, τα επαναστατικά κινήματα της κεντρικής Μακεδονίας, που εκδηλώθηκαν από το Μάρτιο του 1821 μέχρι τον Απρίλιο του 1822, συνέβαλαν σημαντικά στην επιτυχία της ελληνικής επανάστασης στη Ρούμελη και στο Μοριά, αφού καθήλωσαν για πολύ καιρό αξιόλογες στρατιωτικές δυνάμεις, οι οποίες θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στην κατάπνιξή της.

Την αρχή έκανε ο ζάπλουτος Σερραίος έμπορος, τραπεζίτης και αγνός πατριώτης Εμμανουήλ Παπάς, που στις 23 Μαρτίου 1821 ξεκίνησε από το Γαλατά της Κωνσταντινούπολης με το, έμφορτο με πολεμοφόδια, ιστιοφόρο του Θρακιώτη καπετάνιου Αντώνη Βισβίζη, τα οποία ξεφόρτωσε στον αρσανά της Μονής Εσφιγμένου του Αγίου Όρους, απ’ όπου ακολούθως μεταλαμπάδευσε την επαναστατική φλόγα σ’ ολόκληρη τη Χαλκιδική.

Σε αντίποινα, ο αιμοσταγής Γιουσούφ μπέης έσφαξε στη Θεσσαλονίκη 200 ομήρους και εξήγειρε τον τουρκικό όχλο, ο οποίος γέμισε τους δρόμους και τις πλατείες της πόλης με κομμένα κεφάλια και ανασκολοπισμένα κορμιά.

Μεταξύ των χιλιάδων Θεσσαλονικέων που μαρτύρησαν, «τον στέφανο του μαρτυρίου έλαβε και ο ιερέας του ναού του Αγίου Μηνά, Ιωάννης: αφού απέκοψαν τα χέρια και τα πόδια του, χρησιμοποιώντας τα ακρωτηριασμένα χέρια του εξόρυξαν τους οφθαλμούς του», καθώς και δεκάδες γυναικόπαιδα και γέροι που φυλακίσθηκαν, χωρίς τροφή και νερό, στο ναό του Αγίου Αθανασίου. Όταν, μετά από 40 ημέρες, άνοιξαν οι πύλες του, στο δάπεδό του κείτονταν περίπου 100 αποσυντιθεμένα πτώματα, ανάμεσά τους και παιδιά, τα οποία επί ημέρες εκλιπαρούσαν, μέσα στις αγκαλιές των μανάδων τους για λίγο γάλα και νερό.

Στο μεταξύ, οι επαναστάτες της Χαλκιδικής, με επικεφαλής τον Στάμο Κάψα, γνωστότερο ως καπετάν Χάψα, έφθασαν μέχρι τις νοτιοανατολικές παρυφές της Θεσσαλονίκης και γέμισαν ελπίδες στον σκλαβωμένο λαό, όπως προκύπτει από τον στίχο:

«Καράβια όταν πλέψετε κι ανοίξτε τα πανιά σας, να πάτε χαιρετίσματα στον καπετάν τον Χάψα και να του πείτε γλήγορα τη λευτεριά να φέρει».

Τελικώς, ανοργάνωτοι καθώς ήταν, αναγκάσθηκαν να υποχωρήσουν προς τα Βασιλικά, όπου εισήλθαν οι Οθωμανοί και τα κατέστρεψαν εκ θεμελίων. Η καθοριστική μάχη δόθηκε το τριήμερο 10 – 13 Ιουνίου 1821, στα ριζά του λόφου Βούζιαρη, νοτίως της μονής Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολυτρίας, όπου οι επαναστάτες αποδύθηκαν σε μια απεγνωσμένη και άνιση μάχη αυτοθυσίας, στην οποία έπεσαν μέχρις ενός. Μεταξύ τους υπήρχαν και 62 «Συκιωτούδια», παλληκάρια της Συκιάς, καθώς και ο ατρόμητος καπετάν Χάψας, τον οποίο η παράδοση θέλει να μάχεται «με το σπαθί στο χέρι και στο στόμα το μαχαίρι».

Ακολούθησε, το Μάρτιο του 1822, η επανάσταση της Νιάουστας, με επικεφαλής τον τοπικό πρόκριτο Ζαφειράκη Θεοδοσίου και τους καπεταναίους Αγγελή Γάτσο και Αναστάσιο Καρατάσιο, γνωστότερο ως Γερο -Καρατάσιο.

Η πόλη πολιορκήθηκε από τον «ροπαλοφόρο» Εμπού Λουμπούτ και έπεσε, μετά από προδοσία, τη 10η Απριλίου, κατ’ άλλους τις μεταμεσονύκτιες ώρες της 12ης προς 13η Απριλίου 1822. Τα στίφη των Τουρκαλβανών εισήλθαν από ένα ευάλωτο τμήμα των τειχών, στην τοποθεσία «Αλώνια» και ο Ζαφειράκης, με 500 επαναστάτες, οχυρώθηκε στον πύργο του, απ’ όπου επιχείρησαν ηρωική έξοδο, την τρίτη νύχτα της πολιορκίας τους.

Όσοι σώθηκαν, ενώθηκαν με τον Γερο – Καρατάσιο στον Άγιο Νικόλαο και απ’ εκεί άλλοι πορεύθηκαν προς το Σέλι κι άλλοι προς την Επισκοπή, όπου σφαγιάσθηκαν στο βάλτο «Σοφολιό».

Μέσα στη Νιάουστα, 13 κοπέλες που εγκλωβίσθηκαν στη θέση «Σδουμπάνοι», έπεσαν από τη γέφυρα του ποταμού Αράπιτσα ως νέες Σουλιώτισσες, ενώ κάτω από τον υπεραιωνόβιο πλάτανο, στη θέση «Κιόσκι», οι Τούρκοι κρέμασαν και σφαγίασαν 1241 Ναουσταίους. Τα γυναικόπαιδα της μαρτυρικής πόλης, μεταφέρθηκαν στα ανθρωποπάζαρα της Θεσσαλονίκης και της Ανατολής, όπως διεκτραγωδεί και το συγκλονιστικό απόσπασμα του θρήνου της αιχμάλωτης κόρης του Ζαφειράκη, το οποίο διασώθηκε στο στόμα γηραιάς Ναουσαίας:

«Τον άντρα μου τον σκότωσαν / τον κόψαν το κεφάλι / στη Σαλονίκ’ τον πήγανε με τους καπεταναίους / και τώρα σκλάβα θα γενώ / και σε χαρέμ’ θα ζήσω».

Τα επαναστατικά κινήματα της Χαλκιδικής και της Νιάουστας, που εκδηλώθηκαν αποσπασματικά, το Μάρτιο του 1821 και 1822, παρ’ ότι έληξαν άδοξα, εν τούτοις έβαλαν το λιθαράκι τους στην εθνική παλιγγενεσία.

Τις τραγικές συνέπειες που βίωσαν οι δύο ηρωικές κα συνάμα τραγικές περιοχές της Μακεδονίας, αποτύπωσε ο λαϊκός θρήνος, μέσα από τις παρακάτω λιτές γραμμές του:

«Σηκώθηκεν η Νιάουστα μαζί με την Κασσάντρα. Χαλάστηκε η Νιάουστα και ρήμαξ η Κασσάντρα. Εμπού Λουμπούτ τις πάτησε, Εμπού Λουμπούτ τις πήρε …».

Θεόδωρος Γκλαβέρης του Αθανασίου και της Αθανασίας γεννήθηκε το 1956 στη Σίνδο Θεσσαλονίκης, όπου και κατοικεί τα τελευταία 65 χρόνια.
Το 1974 απεφοίτησε από το εξατάξιο ιδιωτικό Γυμνάσιο Σίνδου του μαθηματικού Χαρ. Λυσαρίδη και το 1978 από τη Νομική Σχολή του Α.Π.Θ. Από το Φεβρουάριο του 1981 και μέχρι σήμερα ασκεί μάχιμη δικηγορία στη Θεσσαλονίκη. Για αρκετά χρόνια διετέλεσε νομικός σύμβουλος, αρχικά της Αγροτικής Τράπεζας και ακολούθως της Τράπεζας Πειραιώς.
Εκλέχθηκε επανειλημμένα Δημοτικός Σύμβουλος και διετέλεσε συντάκτης της ημερήσιας εφημερίδας «Θεσσαλονίκη», στο αθλητικό και ελεύθερο ρεπορτάζ. Υπήρξε πρωτεργάτης της έκδοσης και βασικός συντάκτης της μηνιαίας τοπικής εφημερίδας «Η Σίνδος». Άρθρα και ρεπορτάζ του για το περιβάλλον, τον πολιτισμό, τον αθλητισμό και την τοπική ιστορία, έχουν δημοσιευθεί επίσης στην ημερήσια εφημερίδα «Μακεδονία» και στα περιοδικά «Εχέδωρος» και «Μακεδονική Ζωή». Συνέγραψε το ιστοριογραφικό έργο «Ο κάμπος της Θεσσαλονίκης», το οποίο εκδόθηκε το 1998, με αποκλειστική δαπάνη της τότε κοινότητας Καλοχωρίου.
Είναι παντρεμένος με την Κυριακή Παρίση, με την οποία έχουν τρία παιδιά, τον Αθανάσιο, ασκούμενο δικηγόρο, τον Ελευθέριο, φοιτητή μουσικών σπουδών και την Αλίκη, φοιτήτρια της Νομικής Σχολής Α.Π.Θ.