Πίσω από τις Λέξεις Θυμού: Η Συγγραφέας Ιωάννα Γιαννακούλα Αποκαλύπτει τα Μυστικά της Μελέτης

γράφει: Άννα Παππά

Στον κόσμο της γλωσσολογίας και των συναισθημάτων, ένα νέο βιβλίο κάνει την εμφάνισή του, προσφέροντας νέες προοπτικές στην κατανόηση του θυμού μέσα από την ελληνική γλώσσα. Το βιβλίο “Ιδιωματικές εκφράσεις του θυμού – Μια Μελέτη για την Ελληνική Γλώσσα” προσφέρει μια βαθιά ανάλυση στο πώς εκφράζεται το συναίσθημα του θυμού μέσω των ιδιωμάτων και των μεταφορών, ενσωματώνοντας τη γνώση που προέρχεται από την Εννοιακή Μεταφορά και τη Γνωσιακή Γλωσσολογία.

Πριν διαβάσετε τη συνέντευξη με την αξιόλογη συγγραφέα του βιβλίου, θέλω να σας μεταφέρω την ενθουσιασμό μου για την πρωτοτυπία και τη σημασία της έρευνας που παρουσιάζεται. Αυτή η μελέτη δεν αποτελεί απλώς μια συμβολή στην ακαδημαϊκή κοινότητα, αλλά επίσης προσφέρει πολύτιμες προοπτικές σε όποιον ενδιαφέρεται για το πώς τα συναισθήματα διαμορφώνουν και διαμορφώνονται από τη γλώσσα μας. Στην πορεία της συνέντευξης, η συγγραφέας μας ξεδιπλώνει τις πολυεπίπεδες διαδικασίες της έρευνας και της ανάλυσής της, αποκαλύπτοντας την εξέλιξη της γλώσσας και την αξία της κατανόησης των συναισθηματικών μας εκφράσεων.

Ποιες ήταν οι κύριες προκλήσεις που αντιμετωπίσατε κατά τη συλλογή και επεξεργασία δεδομένων σχετικά με την έκφραση του θυμού στην ελληνική γλώσσα και πώς τις ξεπεράσατε;

Η πρώτη πρόκληση, αλλά ταυτόχρονα και το κυριότερο σημείο σε μια έρευνα κατά τη γνώμη μου, ήταν η εύρεση του κατάλληλου μεθοδολογικού εργαλείου για τη συλλογή των δεδομένων προς ανάλυση. Όπως οφείλει να γίνεται από κάθε ερευνητή όταν σχεδιάζει την έρευνά του, έτσι και στην δική μου έρευνα έγινε μια ενδελεχής μελέτη όλων των μεθοδολογιών που μπορούσαν να ακολουθηθούν. Η τελική επιλογή πάντα εξαρτάται άμεσα από τους στόχους της εκάστοτε έρευνας. Στη συγκεκριμένη έρευνα, λοιπόν, επιλέχθηκε η μεθοδολογία της λεξικής προσέγγισης κατόπιν ελέγχου όλων των πλεονεκτημάτων αλλά και των πιθανών περιορισμών που θα μπορούσε να αποφέρει.
Επιπλέον, όλη η διαδικασία ανάλυσης και επεξεργασίας δεδομένων ήταν μια πρόκληση, ειδικά από την στιγμή που άρχισε να γίνεται αντιληπτή η μεγάλη συναισθηματική ένταση την οποία οι ιδιωματικές εκφράσεις μεταφέρουν. Εξάλλου, είναι γνωστό ότι συνήθως, για να καταφύγει κάποιος στους ιδιωματισμούς, η ένταση του συναισθήματος που βιώνει είναι τόσο μεγάλη που ακόμα και μια λέξη με μεταφορική σημασία -τις περισσότερες φορές- δεν μπορεί να την αποτυπώσει.
Έτσι λοιπόν, η ίδια η ανάλυση ήταν μια πρόκληση καθώς έπρεπε να γίνει με πολύ μεγάλη προσοχή ώστε να αναδειχθούν οι σωστοί γνωσιακοί μηχανισμοί που κινητοποιούν όλη αυτή την εκφραστικότητα.

Στην έρευνά σας, πώς βρήκατε ότι διαφέρει η εννοιοποίηση και η έκφραση του θυμού στην ελληνική γλώσσα σε σύγκριση με άλλες γλώσσες, όπως η αγγλική, και ποιες πιστεύετε ότι είναι οι κύριες αιτίες για αυτές τις διαφορές;

Οι ομοιότητες και οι διαφορές μεταξύ γλωσσών αναδεικνύονται μέσα από μελέτη των ευρημάτων διάφορων ερευνών γύρω από την εννοιοποίηση του εν λόγω συναισθήματος. Έτσι, λοιπόν, και σε αυτή την έρευνα, έγινε σύγκριση των εννοιακών μεταφορών της ελληνικής με τις άλλες γλώσσες που έχουν μελετηθεί μέχρι τώρα. Το πιο εντυπωσιακό πάντα μέσα από την σύγκριση είναι οι ομοιότητες που ανακαλύπτονται, ειδικά όταν οι γλώσσες δεν συνδέονται γενετικά. Ως προς τις διαφορές, τις περισσότερες φορές είναι αναμενόμενες γιατί είναι πολύ μεγάλη η επιρροή του πολιτισμικού παράγοντα. Μπορεί σωματικά ο θυμός να βιώνεται με τον ίδιο τρόπο από όλους τους ανθρώπους ανεξαρτήτως γλώσσας, οι επιλογές όμως του τρόπου έκφρασης κάθε γλώσσας διαφέρει. Κατά την εννοιοποίηση και τη γλωσσική έκφραση είναι μεγάλη η πολιτισμική επιρροή. Όπως αναλύεται και μέσα στην μονογραφία, ένα ενδεικτικό παράδειγμα προς επιβεβαίωσω των παραπάνω είναι η φράση με έπιασαν τα δαιμόνια μου που χρησιμοποιείται στην ελληνική αλλά όχι σε άλλες γλώσσες. Η φράση αυτή προέρχεται από τη στενή σύνδεση του ελληνισμού με την θρησκεία∙ μια σύνδεση που δεν είναι τόσο στενή σε άλλους πολιτισμούς ώστε η θρησκεία να επηρεάσει γλωσσικά την έκφραση του θυμού.

Ποια ήταν η πιο προκλητική πτυχή της έρευνάς σας για την εννοιοποίηση και την εκφραστικότητα του θυμού στην ελληνική γλώσσα, σε σύγκριση με τα διαγλωσσικά μοντέλα των Lakoff και Kövecses;

Οι Lakoff και Kövecses ήταν οι πρώτοι που μελέτησαν το συναίσθημα του θυμού και ο Kövecses, το 1990, δεν δημιούργησε κάποιο διαγλωσσικό μοντέλο, αντίθετα δημιούργησε το προτυπικό γνωσιακό μοντέλο του θυμού για την αγγλική γλώσσα,το οποίο, μάλιστα, αποτελείται από πέντε στάδια. Έκτοτε, όλες οι έρευνες είτε χρησιμοποίησαν αυτό για να δημιουργήσουν το αντίστοιχο μοντέλο σε κάποια άλλη γλώσσα, όπως έγινε στην παρούσα μονογραφία, είτε κατέφυγαν στη δημιουργία κάποιου καινούργιου μοντέλου.
Στη μονογραφία, αφού οι φράσεις αναλύθηκαν και πλέον είχαν αναδειχθεί οι εννοιακές μεταφορές αλλά και γενικά όλοι οι γνωσιακοί μηχανισμοί στους οποίους οι ομιλητές της ελληνικής καταφεύγουν για να σχηματίσουν τους ιδιωματισμούς, ακολούθως έπρεπε να γίνει μια ταξινόμηση και τοποθέτησή τους στα στάδια του μοντέλου του Kövecses. Η μεγάλη πρόκληση ήταν να ελεγχθεί αν οι φράσεις αυτές ανήκουν όλες μαζί σε ένα στάδιο ή σε διαφορετικά. Κατά την ανάλυση παρατηρήθηκαν φράσεις παρόμοιες με ελάχιστες διαφορές μεταξύ τους, πράγμα
που δυσκόλευε την ταξινόμησή τους. Συναντήθηκαν διαφορετικές φράσεις που όμως χρησιμοποιούσαν ακόμα και το ίδιο ρήμα με διαφορά στο χρόνο ή στη συζυγία δίνοντας έτσι άλλη σημασία και εκφράζοντας κάτι διαφορετικό οδηγώντας τες τελικά σε διαφορετικό στάδιο του μοντέλου. Παρατηρήθηκε ότι παρά τον μεγάλο αριθμό των φράσεων που βρέθηκαν και αναλύθηκαν, όλες ανήκουν σε δύο μόνο από τα πέντε στάδια του μοντέλου.

Πώς η Θεωρία της Εννοιακής Μεταφοράς επηρεάζει την κατανόησή μας για τη γλωσσική εκφραστικότητα του θυμού και ποια ήταν η πιο έκπληκτική ανακάλυψη που κάνατε κατά τη διάρκεια της ερευνάς σας;

Η Θεωρία της Εννοιακής Μεταφοράς αποτελεί το πλαίσιο μέσα στο οποίο δουλεύει ένας ερευνητής. Η θεωρία αυτή έφερε στο προσκήνιο την μεταφορά, η οποία σταμάτησε να αντιμετωπίζεται ως ένα διακοσμητικό στοιχείο λόγου, και την ανέδειξε ως έναν νοητικό μηχανισμό αποτύπωσης της πραγματικότητας. Με άλλα λόγια, η θεωρία αυτή μας βοηθάει να ερμηνεύσουμε την γλωσσική έκφραση, πώς αυτή προκύπτει και ποιοι γνωσιακοί μηχανισμοί «βρίσκονται πίσω» από αυτή.
Η πιο εκπληκτική ανακάλυψη κατά την διάρκεια της έρευνας ήταν η ανάδειξη των ομοιοτήτων της εννοιοποίησης του θυμού στην ελληνική γλώσσα με άλλες γλώσσες, όπως για παράδειγμα η αγγλική ή η ισπανική. Το ακόμα πιο εκπληκτικό είναι η ανακάλυψη ομοιοτήτων με γλώσσες γενετικά διαφορετικές από την ελληνική, όπως για παράδειγμα η γλώσσα ακάν ή η ζουλού. Είναι πολύ διαφορετικό να διαβάζεις
ευρήματα ερευνών άλλων γλωσσών και να μιλάς για ομοιότητες μεταξύ τους από το να αναλύεις την δική σου γλώσσα και να αναδεικνύονται ομοιότητες αυτής με γλώσσες τόσο μακρινές της.